Κι όμως! Οι Υποτελείς* Μιλάνε!

* Subaltern στο πρωτότυπο: ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στην κριτική θεωρία και στις μετα-αποικιακές μελέτες για τους αποικιακούς πληθυσμούς που βρίσκονται σε κοινωνικό, πολιτικό και γεωγραφικό αποκλεισμό σε μία αυτοκρατορική αποικία και τη μητροπολιτική της βάση. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Antonio Gramsci για να ορίσει την πολιτιστική ηγεμονία που αποκλείει και εκτοπίζει συγκεκριμένους ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες από τους κοινωνικούς-οικονομικούς θεσμούς έτσι ώστε να μην συμπεριλαμβάνονται στις εκάστοτε αποικιακές πολιτικές. Επιπροσθέτως υποθέτουμε ότι ο τίτλος του παρόντος κειμένου είναι η απάντηση στο ρητορικό ερώτημα που έχει θέσει η Gayatri Chakravorty Spivak σε δοκίμιό της υπό τον τίτλο «Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;».

Από merc

άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2022, στο site που γράφουν οι Judith’s Dagger, που όπως λένε τα ίδια “είμαστε μία ομάδα συγγένειας εξαγριωμένων queer, ριζοσπαστικά trans, επιζήσαντων προσώπων και συγγραφέων…”, μεταξύ των οποίων και η υπογραφή merc του άρθρου που ακολουθεί.

[Σχετικά με την υπογραφή Judith’s Dagger:  Η Ιουδίθ κατά την Παλαιά Διαθήκη είναι μία χήρα που αποκεφάλισε τον Ολοφέρνη ο οποίος πολιορκούσε την πόλη της (Bethulia), σώζοντας έτσι τον τόπο της. Σύμφωνα με τα πρόσωπα που υπογράφουν ως Judith’s Dagger:
«Ο αποκεφαλισμός του Ολοφέρνη από τη χήρα Ιουδίθ αποτελούσε ένα δημοφιλές θέμα στις τέχνες του 17ου αιώνα. Ωστόσο, η Φλωρεντίνα ζωγράφος Artemisia Gentileschi αναπαρέστησε στο ευρύ κοινό τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη από την Ιουδήθ με μία ασυνήθιστα αποτρόπαια και απτή λεπτομέρεια, σε μία αυτοπροσωπογραφία που την αναπαριστά ως την Ιουδήθ. Συνεπώς, τον Ολοφέρνη έρχεται να αναπαραστήσει ο Agostino Tassi, ο άντρας που τη βίασε όταν εκείνη ήταν δεκαεφτά. Κατά τη δίκη, βασανίστηκε με το όργανο βασανιστηρίου thumbscrew (μέγγενη με την οποία πιέζονταν και τρυπιόνταν τα δάχτυλα) έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα έλεγε ψέματα. (O Tassi δεν βασανίστηκε.) Εκείνη κατέθεσε: “… Όταν είδα την εαυτή μου ελεύθερη, πήγα στο συρτάρι και πήρα ένα μαχαίρι και το κατεύθυνα προς τον Agostino, λέγοντας, «θα ήθελα να σε σκοτώσω με αυτό το μαχαίρι επειδή με ατίμωσες».” Στον πίνακα της Artemisia με τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη, η Ιουδίθ φοράει ένα βραχιόλι που αναπαριστά την Άρτεμις, από την οποία πήρε το όνομά της. Όντως, συχνά μία φεμινιστική αποκατάσταση μετατρέπει την Ιουδίθ σε ένα σύμβολο εξέγερσης ενάντια στην πατριαρχία. Ακολουθούμε αυτήν την παράδοση, αλλά επιλέγουμε να μην έχουμε για δικό μας όνομα τη θεά Άρτεμις. Απεναντίας, εμείς επιλέγουμε το μαχαίρι.»]

«Θα σκοτώσω, θα σκοτώσω, αυτόν που σκότωσε την αδελφή μου!»

Το γράφω αυτό επειδή είμαι ενοχλημένη. Είμαι ενοχλημένη με τις αντιδράσεις απέναντι στην εξέγερση στο Ιράν. Είμαι ενοχλημένη με το πόσο θλιβερά αναμενόμενες είναι, συνυπολογίζοντας τις συζητήσεις για τις χιτζάμπ και τον φεμινισμό έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες.

Η τρέχουσα δημοφιλής αντίληψη για τη χιτζάμπ, ειδικά στην αριστερά, είναι αυτή που επιμένει ότι πρόκειται για ένα εγγενώς ουδέτερο ρούχο, με απροσδιόριστη προσωπική και πνευματική σημασία, το οποίο όλες το φορούν με ελεύθερη επιλογή, εκτός και αν μας δοθούν συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο. Αλλά όπως βλέπουμε από τις αντιδράσεις στην εξέγερση κατά της υποχρεωτικής χιτζάμπ στην Ισλαμική Δημοκρατία (ΣτΜ: «Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν» είναι η επίσημη ονομασία του ιρανικού κράτους), ακόμη και τότε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να πούμε ότι η εξέγερση τελικά «δεν αφορά τη χιτζάμπ». Και απλά αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί αυτή η εξέγερση δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό που φαίνεται να είναι; Γιατί είναι τόσο αδύνατο να φανταστούμε ότι οι άνθρωποι που είναι αναγκασμένοι να φορούν χιτζάμπ σε όλη τους τη ζωή, από την ηλικία των έξι ετών, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή τις προσωπικές τους επιθυμίες, θα μπορούσαν απλώς να μισούν αυτό το καταραμένο πράγμα;

Οι διαμαρτυρίες μας ποτέ δεν κερδίζουν τον ενδιαφέρον σύμφωνα με τους δικούς μας όρους. Πάντα φιλτράρονται μέσα από τον φακό κάποιου άλλου. Είτε μέσα από το αφήγημα της Αμερικανικής Δεξιάς «δεσποινίδα σε κίνδυνο», είτε μέσα από το αφήγημα της αριστεράς περί πραξικοπήματος που χρηματοδοτείται από τη CIA ή την NED (ΣτΜ: Εθνική Επιχορήγηση για τη Δημοκρατία, οργάνωση που υποστηρίζει με διάφορους τρόπους πολιτικές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ), και στην καλύτερη περίπτωση, με την πιο αδιάφορη και κούφια δήλωση «αλληλεγγύης», που θα περάσει άμεσα στην κουβέντα για το πως λαμβάνουμε δυσανάλογη μιντιακή κάλυψη ή σχετικά με τις ευρωπαϊκές απαγορεύσεις της χιτζάμπ και για το πόσο εξίσου κακές είναι κι αυτές. Ακόμη και πολλοί αναρχικοί/ές διστάζουν να μιλήσουν για τη χιτζάμπ και τη Μουσουλμανική πατριαρχία ως την αιτία του προβλήματός μας.[1]

Εδώ και χρόνια, αυτό που αποκαλείται «Μουσουλμανικός Φεμινισμός» κι ένα μεγάλο μέρος του μετα-αποικιακού φεμινισμού έχει επικεντρωθεί γύρω από τις αντιλήψεις των Μουσουλμάνων της διασποράς. Σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζεται το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνες/οι της διασποράς βρίσκονται σε διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο από τους ντόπιους Μουσουλμάνους/ες. Αυτό σημαίνει ότι έχουν διαφορετικές ανησυχίες στην καθημερινή τους ζωή, διαφορετικές προτεραιότητες, και ναι, κενά στις οπτικές τους που είναι αποτέλεσμα του ότι απλώς δεν περιστοιχίζονται πια από μια Μουσουλμανική πατριαρχία με πολιτική εξουσία.

Είναι πολύ εύκολο να μιλάτε για τη χιτζάμπ ως μία επιλογή όταν ξεκάθαρα μπορεί να είναι επιλογή για εσάς. Είναι εύκολο, και αχ, τόσο ανέξοδο, για εσάς να υπονοείτε, προς όφελός σας και μόνο προς όφελός σας, ότι η χιτζάμπ είναι μια επιλογή εξ ορισμού. Ακόμα και όταν επιβάλλεται μέσα από το γράμμα του νόμου και τη συνεχή κρατικά επιβαλλόμενη επιτήρηση. Ακόμα και όταν καταδικάζονται σε φυλάκιση επειδή δεν τη φορούν. Ακόμα και όταν σε κάθε επίπεδο, από το σπίτι, στην κοινότητα, στην κυβέρνηση, υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου που τις υποχρεώνουν να τη φορούν, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι μια χαρά, αρκεί να φανταζόμαστε ότι όλες όσες υποχρεώνονται να φορούν τη χιτζάμπ, εξαιτίας ενός πολύ βολικού ατυχήματος, απλά τυχαίνει απλώς να τη λατρεύουν! Ουάου, οι κοινότητές μας είναι τόσο αρμονικές! Απλά λειτουργούν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή, και η θέληση των ανθρώπων τυχαίνει κατά ευτυχή συγκυρία να ευθυγραμμίζεται με τη θέληση του κράτους. Δεν υπάρχει κανένας εσωτερικός αγώνας.

Φυσικά, κάτι τέτοιο ποτέ δεν αναφέρεται με αυτούς ακριβώς τους κραυγαλέους οριενταλιστικούς όρους. Υπάρχει πάντα κάποιο ψίχουλο που πετιέται στην ιδέα του εσωτερικού αγώνα και της αυτονομίας μας. Αλλά αυτός ο αγώνας παρουσιάζεται πάντα ως ακατανόητος για τους απλούς παρατηρητές. Κάνουμε τον φεμινισμό μας με τον δικό μας τρόπο. Αλλά μείνετε ήσυχοι! Οι ανησυχίες μας δεν είναι ποτέ αυτές που νομίζετε ότι θα μπορούσαν να είναι. Στην πραγματικότητα δεν μας ενδιαφέρει η χιτζάμπ. Δεν είναι ψηλά στη λίστα μας. Είναι, βλέπετε, απλώς μέρος της κουλτούρας μας. Είναι απλώς ένα ρούχο. Κοιτάξτε όλες αυτές τις γυναίκες στην Τεχεράνη που φορούν πολύχρωμα και όμορφα χιτζάμπ! Σίγουρα, αν δεν τους άρεσε τόσο πολύ, δεν θα το έκαναν δήλωση μόδας!

Αυτή η επιπρόσθετη «πολυπλοκότητα» μπορεί να προστατεύει από τις κατηγορίες περί οριενταλισμού, αλλά τελικά λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Σου λέει ότι όλες είμαστε είτε εντάξει με αυτό, είτε απλά το διευθετούμε μεταξύ μας. Κοίτα τη δουλειά σου, μην κοιτάς (ακόμα και όταν σου ζητείται), μην βοηθάς (ακόμα και αν σε παρακαλούν για αλληλεγγύη), απλά κλείσε το στόμα σου. Ξέρεις, είναι κάπως ρατσιστικό να παρέμβεις[2].

Αυτό είναι ένα «εσωτερικό» θέμα.

Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε εδώ, συνεχίστε το δρόμο σας!

Αγνοήστε τη σκιά του πατριάρχη που βγάζει τη ζώνη του.

Λένε ότι οι διαμαρτυρίες μας έχουν να κάνουν με τον «έλεγχο της κυβέρνησης» πάνω στα σώματα των γυναικών, λες και «η κυβέρνηση» είναι η μόνη οντότητα που μπορεί ποτέ να έχει έλεγχο πάνω στα σώματα των υπηκόων της. Λες και η μεταφορά της διαχείρισης της πατριαρχικής βίας από το κράτος στην οικογένεια ή την κοινότητα αποτελεί μία τεράστια βελτίωση. Με αυτήν τη χλιαρή «αλληλεγγύη» που βλέπουμε στις διαδηλώσεις ενάντια στην ελεγχόμενη από το κράτος πατριαρχία, δεν τρέφω και πολλές ελπίδες ότι θα δείξουν κάποια δέσμευση για την εξάλειψη (ή έστω την αναγνώριση ύπαρξης) της Μουσουλμανικής πατριαρχίας σε αυτά τα επίπεδα.

Αυτή η πλαισίωση περί «κυβερνητικού ελέγχου» επιτρέπει επίσης μια πραγματικά παραπλανητική σύγκριση μεταξύ των ευρωπαϊκών απαγορεύσεων της χιτζάμπ και της υποχρεωτικής χιτζάμπ. Κάτι που συνιστά επίσης μια διαφορετική μορφή καταπίεσης. Πρόκειται για ενδοκοινοτική, Μουσουλμανική πατριαρχία. Δεν είναι η φυλετική πατριαρχία των λευκών Ευρωπαίων που επιβάλλεται στις φυλετικοποιημένες γυναίκες. Οι Μουσουλμάνες γυναίκες βιώνουν και τις δύο καταπιέσεις. Αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για την πρώτη, την ενδοκοινοτική, ακόμη και όταν αυτή συμβαίνει. Είναι παράξενο να ακούμε Μουσουλμάνες γυναίκες να εκφράζουν την αλληλεγγύη τους μιλώντας για τις ευρωπαϊκές απαγορεύσεις της χιτζάμπ, λες και αυτή είναι η μόνη αναφορά σύγκρισης που έχουν για το πώς είναι να βιώνεις τον καταναγκαστικό έλεγχο. Λες και δεν υπάρχει πατριαρχικός έλεγχος στις κοινότητές τους, και το μόνο που μπορεί να τους θυμίσει η υποχρεωτική χρήση της χιτζάμπ είναι όταν οι λευκοί προσπαθούν να την απαγορεύσουν. Έχει την όψη μιας δήλωσης αλληλεγγύης, αλλά όταν προέρχεται από ανθρώπους που πρέπει να έχουν έναν παρόμοιο αγώνα με εμάς, το να μη μιλάμε για αυτόν τον αγώνα μοιάζει περισσότερο με αποφυγή. Ποτέ δεν μένει απλώς στη δήλωση για τη βαναυσότητα της υποχρεωτικής χιτζάμπ. Έρχεται πάντα με την προσθήκη ότι «οι απαγορεύσεις της χιτζάμπ είναι εξίσου κακές!». Είναι σαν να είναι αδύνατο για τους Μουσουλμάνους της διασποράς να μας δείξουν αλληλεγγύη χωρίς να επικεντρωθούν στον αγώνα για τον οποίο απλώς δεν κάνουμε λόγο. Και όταν αυτό προέρχεται από ανθρώπους που έχουν βιώσει και τις δύο καταπιέσεις, δεν δείχνει να μοιάζει με ενός είδους αδαούς εγωκεντρισμό. Μοιάζει με μια σιωπηλή εκτροπή της προσοχής μακριά από τη Μουσουλμανική πατριαρχία.

Πρέπει να τονίσω ότι καμία από αυτές τις «φεμινίστριες» δεν είπε ούτε μια λέξη τα τελευταία σαράντα χρόνια για την εξαναγκαστική χιτζάμπ. Δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους για εμάς. Οι αγώνες των γυναικών, των queer και τρανς ατόμων, των θρησκευτικών μειονοτήτων και των καταπιεσμένων εθνοτήτων στο Ιράν είναι πολιτικά «άβολοι» για την αριστερά για να μιλήσει για αυτούς. Είμαστε μόνοι/ες/α στους αγώνες μας. Παρόλες τις διαμαρτυρίες της αριστεράς για τη δυσανάλογη προσοχή των μέσων ενημέρωσης σε εμάς, αυτή δεν μας έφερε τίποτα. Την τελευταία φορά που έγιναν μαζικές διαδηλώσεις, έχασαν τη ζωή τους 1.500 άνθρωποι. Το θυμάστε αυτό καν; Έχουμε περισσότερα να θρηνήσουμε κάθε μέρα και μας λένε ότι ο κόσμος μας δίνει υπερβολική προσοχή, και ότι αυτή η προσοχή πρέπει να προσεγγίζεται με καχυποψία.

Η υποχρεωτική χιτζάμπ έχει μια ιστορία πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε απαγόρευση της χιτζάμπ στην Ευρώπη.  Έχει υπάρξει ως εργαλείο της Μουσουλμανικής πατριαρχίας από καταβολής της, σε μια αδιάλειπτη γραμμή από τότε μέχρι σήμερα[3]. Το περισσότερο διαδεδομένο φαινόμενο της «σεμνότητας» που επιβάλλεται στις γυναίκες, είναι ακόμη παλαιότερο. Είναι ειλικρινά απορίας άξιο πόσο διάχυτη έχει γίνει η ιδέα της χιτζάμπ ως «ελεύθερη επιλογή», σε σημείο που να αρνείται μία τόσο μακρά και οδυνηρή ιστορία πατριαρχικής καταπίεσης. Στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται ως μια άσκοπη θεολογική συζήτηση που θα αποξενώσει τους Μουσουλμάνους αν συζητηθεί. Αλλά αυτή είναι μια συζήτηση για την ιστορία και το παρόν μας. Και θα αποτελούσε κακομεταχείριση όλων των θυμάτων της Μουσουλμανικής πατριαρχίας, του παρόντος και του παρελθόντος, αν αγνοούσαμε και διαγράφαμε την κακοποίησή τους και χαρακτηρίζαμε τη συζήτησή της ως εκτός ορίων, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχει μια ενεργή πίεση για την αναδιαμόρφωση και την εξάλειψή της.

Συγχύστηκα τόσο πολύ όταν άκουσα για πρώτη φορά ανθρώπους όπως η Yassmin Abdel-Magied να λένε «το Ισλάμ είναι η πιο φεμινιστική θρησκεία»[4] ως ένα νεαρό queer άτομο στο Ιράν. Σάστιζα όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για τη χιτζάμπ ως κάτι ενδυναμωτικό. Ήταν σαν να μου ζητούσαν να αγνοήσω όλα όσα είχα μάθει για το Ισλάμ, τον φεμινισμό και τις ιστορίες και τις σημερινές καταστάσεις αμφότερων. Και δεν μου έδιναν τίποτα άλλο εκτός από τα πιο γενικά σημεία της Ισλαμικής απολογίας που με είχαν ήδη ταΐσει στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο γυμνάσιο ως παιδί που μεγάλωνε στο Ιράν.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευα ότι απλώς ασπάζονται μια διαφορετική εκδοχή της πίστης, μια πιο προοδευτική εκδοχή. Και ως ένα άτομο που δεν είχε καμία θρησκεία, το ζήτημα της εγκυρότητας της δικής τους εκδοχής του Ισλάμ ήταν αδιάφορο. Εφόσον κατέληγαν στο συμπέρασμα της πλήρους απελευθέρωσης από την πατριαρχία, δεν χρειαζόταν να ερευνήσω τις εσωτερικές διεργασίες της πίστης τους. Αλλά όταν είδα πώς αυτές οι «φεμινίστριες» Μουσουλμάνες αντιμετώπιζαν τις γυναίκες, και τα queer και τρανς άτομα που εγκατέλειψαν την πίστη λόγω του τεράστιου βάρους της Μουσουλμανικής πατριαρχικής βίας, όταν είδα πως έδιναν προτεραιότητα κυρίως στην υπεράσπιση της πίστης τους και ότι εκεί δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ Ισλάμ και φεμινισμού ή queer απελευθέρωσης, συχνά εις βάρος αυτών των θυμάτων, συνειδητοποίησα ότι αυτές οι Μουσουλμάνες «φεμινίστριες» και «queer απελευθερωτές» απλώς δεν έβλεπαν τη Μουσουλμανική πατριαρχία ως αρκετά επιβλαβή ώστε να δικαιολογεί την όποια εστίαση σ’ αυτήν. Δεν έβλεπαν το βάθος των ριζών της και της διάχυσής της.

Το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους ήταν να αναδιατυπώσουν τη βία αυτής της πατριαρχίας, ώστε να την κάνουν να φαίνεται ισότιμη ως προς την ένταση και τη φύση της με τη δυτική πατριαρχία (ή λιγότερο δριμεία!), και να πλαισιώσουν τις αντιδράσεις σε αυτή την πατριαρχική βία ως υποκινούμενες από Ισλαμοφοβία και ρατσισμό και όχι ως αληθινή φροντίδα για αυτές τις καταπιεσμένες ομάδες. Ακόμα και όταν αυτή η αντίδραση προερχόταν από αυτά τα θύματα, αυτά στιγματίζονταν ως προδότες που βοηθούσαν την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, προφανώς μόνο και μόνο επειδή μιλούσαν για τα βάσανά τους. Στην πράξη, αυτές οι φεμινίστριες και queer θεωρητικοί, όλως τυχαίως δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ξεπλύνουν το αίμα από τα χέρια της Μουσουλμανικής πατριαρχίας αναπτύσσοντας μια κατανόηση του φεμινισμού που λειτουργούσε ως ιδεολογική κάλυψη για αυτές τις πληγές.

Η χιτζάμπ υπήρξε εργαλείο της πατριαρχίας από τότε που κωδικοποιήθηκε ως θρησκευτική εντολή στις απαρχές του Ισλάμ. Πρέπει όλες να είμαστε ελεύθερες να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε με το σώμα μας, και αυτό περιλαμβάνει και τη χρήση χιτζάμπ. Αλλά οποιαδήποτε διεκδίκηση της χιτζάμπ ως μορφής ενδυνάμωσης θα πρέπει τουλάχιστον να ξεκινήσει με την κατανόηση της καταπιεστικής, σημερινής και ιστορικής, λειτουργίας της χιτζάμπ στα περισσότερα μέρη του Μουσουλμανικού κόσμου. Όμως δεν βλέπω καμία αναγνώριση αυτής της ιστορίας ή του παρόντος. Το μόνο που βλέπω είναι η άρνηση της ιδέας ότι η χιτζάμπ είναι ή έχει υπάρξει ποτέ, σε οποιονδήποτε βαθμό, πατριαρχική.

Έχω κουραστεί από τους ανθρώπους που παριστάνουν τους σοκαρισμένους που μας ενοχλεί να βλέπουμε άλλες να φορούν τις αλυσίδες μας ως πηγή υπερηφάνειας, ενώ αρνούνται ότι οι αλυσίδες υπήρξαν ποτέ ως τέτοιες για αρχή. Έχω κουραστεί από τις εκφράσεις απαξίωσης για όσες από εμάς σπάμε αυτή την αλυσίδα. Κουράστηκα από τους ανθρώπους που παρασύρονται από το ρεύμα των πατριαρχικών προσδοκιών και το αποκαλούν ανατρεπτικό φεμινισμό.

Δεν ξέρω πώς ταιριάζει η χιτζάμπ σε ένα μέλλον όπου η καταναγκαστική έννοια του φύλου δεν θα υπάρχει πλέον, και αυτό είναι το μέλλον που θέλω. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μια έμφυλη προσδοκία ένδυσης θα ταιριάζει όταν το φύλο δεν είναι αυτό που είναι τώρα. Πόσο μακριά από τη γυναικεία φύση πρέπει να αισθάνεται ένας τρανς άντρας (ΣτΜ: transmasc στο πρωτότυπο, δηλαδή τρανς-αρρενωπότητα) για να σταματήσει να φοράει χιτζάμπ; Πόσο κοντά στη γυναικεία φύση θα έπρεπε να αισθάνεται μία τρανς γυναίκα (ΣτΜ: transfem στο πρωτότυπο, δηλαδή τρανς-θηλυκότητα) για να πρέπει να το φοράει; Τι θα συμβεί στη χιτζάμπ όταν ο άνδρας και η γυναίκα δεν θα αποτελούν πλέον σημεία αναφοράς στο τοπίο του φύλου;

Δεν τα ρωτάω αυτά ως υποθετικά ζητήματα. Τα ρωτάω αυτά επειδή θυμάμαι τη διπλά οδυνηρή εμπειρία των transmasc αδελφών μου που έπρεπε να φορούν χιτζάμπ στο Ιράν. Το λέω αυτό επειδή γνώριζα transfem άτομα που δεν ήθελαν να φορέσουν χιτζάμπ, και η απάντησή τους στην ερώτηση «γιατί δεν φοράς χιτζάμπ αφού είσαι γυναίκα» ήταν «είμαι trans». Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο στο πλαίσιο της πατριαρχικής αντίληψης για το φύλο, αλλά για μένα βγάζει απολύτως νόημα. Γιατί τί στο διάολο σημαίνουν οι κανόνες σας για κάποιον που απορρίπτει τη βάση τους; Πώς λειτουργεί η χιτζάμπ για ανθρώπους που δεν ΘΕΛΟΥΝ να αφομοιωθούν στις καταναγκαστικές έννοιες της θηλυκότητας ή της αρρενωπότητας; Η χιτζάμπ θα είναι χιτζάμπ αν είναι πραγματικά μια επιλογή; Ξέρω ότι υπάρχουν απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά ξέρω και ποιος ΔΕΝ τις ψάχνει: εκείνοι που προσποιούνται ότι η χιτζάμπ είναι ήδη μια «ελεύθερη επιλογή» εξ ορισμού. Μου φαίνεται παράξενο ότι αισθανόμαστε ελεύθεροι να συζητήσουμε πώς οι επιφανειακά «ελεύθερες» επιλογές που κάνουν οι γυναίκες στη δύση σχετικά με τα ρούχα τους, όπως το να φορούν ή να μη φορούν σουτιέν, επηρεάζονται από τον πατριαρχικό εξαναγκασμό μέσω πολλών μηχανισμών. Αλλά, αναμένεται να υποθέσουμε ότι η επιλογή μιας Μουσουλμάνας γυναίκας να καλύψει σχεδόν ολόκληρο το σώμα της είναι απαλλαγμένη από κάθε μορφή πατριαρχικών προσδοκιών. Το εύρος των επιλογών που υποτίθεται ότι θέλουν να κάνουν οι Μουσουλμάνες γυναίκες περιορίζεται πάντα σε αυτά που τους επιτρέπεται κάτω από τη Μουσουλμανική πατριαρχία, αλλά κατά κάποιο τρόπο, αυτό το στενό εύρος υποτίθεται επίσης ότι αποτελεί έκφραση μιας ελεύθερης επιλογής, απαλλαγμένης από το βάρος του πατριαρχικού ελέγχου[5].

Για να θεωρήσω τη χιτζάμπ μια «ουδέτερη επιλογή» στον Μουσουλμανικό κόσμο και τις Μουσουλμανικές κοινότητες όπως υπάρχουν σήμερα, απαιτεί όχι μόνο να εγκαταλείψω όλα όσα γνωρίζω για το φύλο, τη χιτζάμπ και την ιστορία της, αλλά απαιτεί επίσης να εγκαταλείψω τις μισές από τις δεσμεύσεις μου ως καφέ queer τρανς μη δυαδικό αναρχοφεμινίστα.

Για μια φορά, αφήστε τις αλυσίδες μας.

Για μια φορά, ακούστε μας με τους δικούς μας όρους.

Για μια φορά, δείτε το πρόβλημά μας όπως είναι: Μουσουλμανική πατριαρχία.

Για μια φορά, δείξτε μας αλληλεγγύη χωρίς να επικεντρώνεστε στον εαυτό σας.

Ο κόσμος μου αγωνίζεται και δολοφονείται. Για μια φορά απλά στηρίξτε μας άνευ όρων.

 

 

[1]  Από τη μία πλευρά, οι λευκοί Αμερικάνοι αντιδραστικοί προσποιούνται ότι νοιάζονται για την καταπίεσή μας, ώστε να μπορούν να αδειοδοτούν ηθικά τον βομβαρδισμό μας «για να σώσουν τις γυναίκες μας» -το αφήγημα της «δεσποινίδας σε κίνδυνο». Από την άλλη, οι λευκοί Αμερικάνοι αριστεροί αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη της καταπίεσής μας, επειδή νομίζουν ότι αν αναγνωρίσουν ότι εμείς -τα queer και οι trans Ιρανοί/ές, οι Ιρανές γυναίκες, τα παιδιά του Ιράν- καταπιεζόμαστε, τότε αυτό σημαίνει ότι θα έχουν την ηθική υποχρέωση να μας βομβαρδίσουν. Μακριά από το να καταπολεμήσουν την αφήγηση της Δεξιάς, οι λευκοί αριστεροί, παγιδευμένοι στο πατερναλιστικό πατριαρχικό πλαίσιο του «βάρους του λευκού άνδρα», δεν μπορούν να φανταστούν την αλληλεγγύη να μην μοιάζει με τη λογική του «να πάρουμε τον έλεγχο της κατάστασης». Που δεν μοιάζει με παρέμβαση η οποία θα είναι «για το δικό μας καλό». Το γεγονός ότι οι λευκοί αριστεροί/ές δεν μπορούν να φανταστούν την «αλληλεγγύη» με τους καταπιεσμένες/ους και περιθωριοποιημένους/ες μιας ιμπεριαλιστικοποιημένης περιοχής χωρίς να καταλήξουν στο καθώς φαίνεται αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο βομβαρδισμός των σπιτιών μας είναι απολύτως δικαιολογημένος για «να μας σώσουν», δεν σηματοδοτεί τόσο ότι μπορείτε να δείτε πέρα από τη «Δυτική Προπαγάνδα» όσο ότι είστε ανίκανοι να φανταστείτε γενικώς την αλληλεγγύη.

[2]  Σε μια ανταλλαγή απόψεων με την Ιρανή φεμινίστρια Attousa H., ο Foucault επιδεικνύει κάπως διαβόητα τους τρόπους με τους οποίους οι λευκοί Ευρωπαίοι cis άντρες ακαδημαϊκοί συχνά θέτουν σε εφαρμογή μορφές πατριαρχίας της λευκής κυριαρχίας, μέσω της επιστημικής βίας. Ο Foucault υπαινίσσεται ότι οι Ιρανές φεμινίστριες, με το να επικρίνουν το μισογυνισμό του καθεστώτος Χομεϊνί και αντιτιθέμενες ανοιχτά στον τρόμο της υποχρεωτικής χιτζάμπ που επιβάλλεται δια της βίας, είναι απλώς Ισλαμόφοβες (αν και προφανώς δεν χρησιμοποιεί αυτή την πολύ πιο πρόσφατα διαδεδομένη λέξη), τυφλωμένες από ένα παράλογο (θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να πει υστερικό) «μίσος». Με τον τρόπο αυτό, οριοθετεί την αντίσταση στην υποχρεωτική χιτζάμπ σαν να μην είναι δυνατόν να είναι «αυθεντικά Ιρανική», όπως περιέγραψε η συγγραφέας του βιβλίου «Ενάντια στον λευκό φεμινισμό» Rafia Zakaria σε μια κριτική ενός βιβλίου του 2005 σχετικά με την εμπλοκή του Foucault στην Ιρανική επανάσταση.
Στο βιβλίο «Καταπίεση», ο David Graeber αναλύει το επιδέξιο παιχνίδι δολώματος και μεταστρoφής (ΣτΜ: κοινώς η μέθοδος αντιπερισπασμού), που παίζει ο λευκός ανθρωπολόγος ο οποίος, δίνοντας στον εαυτό του το δικαίωμα να αποφασίζει τι είναι και τι δεν είναι αυθεντικά «ιθαγενής κουλτούρα», εξακολουθεί να τοποθετεί τον εαυτό του ως την επιστημική αυθεντία που έχει την ικανότητα να αποφασίζει τι είναι «αυθεντικό» σε μια Ιθαγενική κουλτούρα, και έτσι να αρνείται την αυθεντικότητα των αντιφρονούντων ιθαγενικών αντιλήψεων, επειδή αυτό που είναι «αυθεντικό» είναι πάντα -πόσο βολικό- και αυτό που συμμορφώνεται με την τοπική «αρχή». Έτσι, οι Ιρανές γυναίκες είναι δύο φορές επιστημικά επανεγγεγραμμένες: από τη δική τους πατριαρχία και από την πατριαρχία της λευκής κυριαρχίας που έρχεται συνοδευτικά να τους πει ότι δεν είναι αυθεντικά Ιρανές αν διηγούνται μια διαφορετική ιστορία για τις ζωές τους από την ιστορία που διηγούνται οι πατριάρχες τους. Το σύνηθες επιχείρημα από τις Μουσουλμάνες Φεμινίστριες της διασποράς είναι ότι το λευκό βλέμμα έχει εμμονή με την «αποκάλυψη» της γυναίκας-με-χιτζάμπ, με έναν φετιχιστικό, οριενταλιστικό τρόπο, τονίζοντας ότι οι γυναίκες μπορούν να φορούν χιτζάμπ από δική τους επιλογή, αλλά ο περιορισμός της κριτικής σε αυτό το σημείο συσκοτίζει το εξίσου φετιχιστικό και οριενταλιστικό, αλλά φαινομενικά «καλοπροαίρετο» βλέμμα του λευκού φιλελεύθερου- εμμονικού στο να «ξανακαλύψει» και να «ξανασιγάσει» τη γυναίκα SWANA (σ.μ: South West Asian/ North African, Νότιο-Δυτική Ασιάτισσα-ης/Βόρειο Αφρικανή-ός, αρτικόλεξο που δημιουργήθηκε προκειμένου να αντικαταστήσει περιγραφές όπως μέση ανατολή, αραβικός ή ισλαμικός κόσμος κ.ά. των οποίων οι ρίζες έχουν κατακριθεί ως αποικιακές, ευρωκεντρικές και οριενταλιστικές), να την επαναφέρει κάτω από την εξουσία του πατριάρχη της και να ξαναδημιουργήσει την ψευδαίσθηση της συναίνεσης. Αν δεν συναινεί άλλωστε, δεν πρέπει να είναι «αυθεντικά» μέλος της κουλτούρας της.
Με αυτό το σκεπτικό, το κάψιμο της χιτζάμπ γίνεται μια πράξη συνεχούς, αναμφισβήτητης αντίστασης: Οι Ιρανές γυναίκες και οι τρανς άντρες όχι μόνο αφαιρούν την επιβεβλημένη χιτζάμπ τους, με κίνδυνο των δικών τους καταραμένων ζωών, αλλά και δηλώνουν ότι δεν μπορούν και δεν πρόκειται ποτέ να «ξανακαλυφθούν», ακόμη και από τη λευκή φιλελεύθερη και τη Μουσουλμανική Φεμινιστική εμμονή της Διασποράς ότι στην πραγματικότητα, η κάλυψη είναι το «φεμινιστικό» εκείνο πράγμα που πρέπει να κάνουν.

[3]  Στο «Καταστατικές διακρίσεις και ενδυματολογική διαφορά: Σκλαβιά, Σεξουαλική Ηθική και η Κοινωνική Λογική της Κάλυψης στο Ισλαμικό Δίκαιο» (σ.μ: στο πρωτότυπο «Status Distinctions and Sartorial Difference: Slavery, Sexual Ethics, and the Social Logic of Veiling in Islamic Law»), o Omar Anchassi υποστηρίζει ότι στο πρώιμο ισλαμικό δίκαιο, η χιτζάμπ λειτουργούσε ως μέσο διάκρισης μεταξύ των γυναικών δούλων, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως «ελεύθερο θήραμα» για σεξουαλική παρενόχληση, και των «ελεύθερων» γυναικών που προστατεύονται από την εξουσία των πατεράδων τους. Οι ελεύθερες (μη σκλαβωμένες) Μουσουλμάνες γυναίκες χαρακτηρίζονταν έτσι ως νομικά «ελεύθερες» με κάπως ειρωνικούς όρους, ακριβώς επειδή περιορίζονταν καταναγκαστικά από τη χιτζάμπ, ενώ οι σκλαβωμένες γυναίκες ήταν ακάλυπτες και επομένως «εκτεθειμένες» στα καπρίτσια των άλλων.

[4]  «Το Ισλάμ είναι η πιο φεμινιστική θρησκεία»: Δύο Αυστραλοί διαπληκτίζονται έντονα στην τηλεόραση για τον νόμο της sharia: Οι εκτεταμένες συνέπειες της απαγόρευσης της Μουσουλμανικής μετανάστευσης από τον Donald Trump.

[5]  Η πατριαρχία (ειδικότερα η κουλτούρα του βιασμού) είναι γνωστό ότι κατασκευάζει και επιβάλλει μια μορφή φαινομενικής «συναίνεσης» εκ μέρους των καταπιεσμένων και περιθωριοποιημένων φύλων, ή την εμφάνιση συναίνεσης -ακόμη και την εμφάνιση «ενθουσιώδους συναίνεσης»- μέσω διαφόρων μορφών σωματικής, κοινωνικής, οικονομικής και επιστημικής βίας. Ένα μέσο για να γίνει αυτό είναι ο περιορισμός των διαθέσιμων μορφών δράσης του καταπιεσμένου ή υποταγμένου υποκειμένου σε ένα περιορισμένο σύνολο επιλογών στις οποίες το καταπιεσμένο υποκείμενο όντως κάνει μια επιλογή, και έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για «ελεύθερη» βούληση. Ένα άλλο μέσο μέσω του οποίου κατασκευάζεται η «συναίνεση» εκ μέρους του καταπιεσμένου είναι μέσω μορφών επιστημικής αδικίας -αδικία που συμβαίνει μέσω της δυνατότητας κάποιων ως «γνώστες» και την ικανότητά τους να ερμηνεύουν και να αφηγούνται τις εμπειρίες του κόσμου- για αναφορά, δείτε το έργο της Miranda Fricker για την επιστημική αδικία. Η ερμηνευτική αδικία περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους οι πατριαρχικές κοινωνίες περιορίζουν επιστημικά τα περιθωριοποιημένα φύλα, με το να παίρνουν τη γλώσσα και τους όρους με τους οποίους θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την καταπίεσή μας, και παγιδεύοντάς μας σε ένα σύστημα «γνώσης» και πίστης -ή θρησκείας, ανάλογα με την περίπτωση- όπου οι μόνες διαθέσιμες ερμηνείες των όσων μας συμβαίνουν μας λένε όλες το ίδιο πράγμα: σου άρεσε, συμφώνησες σε αυτό, συναίνεσες σε αυτό. Παίρνοντας το παράδειγμα του ισχυρισμού ότι οι γυναίκες δεν θα έκαναν ποτέ δήλωση μόδας φορώντας πολύχρωμες και όμορφες μαντίλες αν δεν «συναινούσαν» να τις φορέσουν εξ αρχής, στις γυναίκες στο Ιράν παρουσιάζεται η επιλογή μεταξύ των δύο: φόρεσε πολύχρωμη και όμορφη χιτζάμπ κι έτσι θα έχεις έναν τρόπο να εκφράσεις κάτι από την εσωτερικότητα και την προσωπικότητά σου, ή φόρα μία απλή χιτζάμπ. Η «επιλογή» είναι δική τους, οπότε όταν επιλέγουν ένα από αυτά, η πατριαρχική κατασκευή της συναίνεσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό σημαίνει ότι ενεργούν ελεύθερα, πρέπει να σημαίνει ότι έχουν «συναινέσει» και απολαμβάνουν να φορούν xιτζάμπ, ανεξάρτητα από το αν πραγματικά συναινούν ή αν παίρνουν τέτοιες επιλογές μέσα σε μια κατάσταση όπου η εναλλακτική λύση είναι να σκοτωθούν από την Αστυνομία Ηθικής, οπότε κι αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν το καλύτερο δυνατό μέσα στην κατάσταση αυτή.

Ακόμη και η θρησκεία παρέχει ένα ερμηνευτικό σύστημα στο οποίο η χιτζάμπ καθίσταται ως η «επιθυμητή» επιλογή, τουλάχιστον αν οι γυναίκες θέλουν να θεωρούν τις εαυτές τους ως πιστές και αξιοσέβαστες. Αλλά με έναν πιο λεπτό τρόπο, οι Μουσουλμάνες Φεμινίστριες της διασποράς που αυτοαναγορεύονται σε μη εκλεγμένες  «εκπροσώπους» βοηθούν στη συγκρότηση (και παγιδεύουν μέσα της τις Ιρανές γυναίκες) ενός συστήματος γνώσης στο οποίο οι γυναίκες πρέπει να επιβεβαιώνουν ότι φορούν χιτζάμπ με δική τους ελεύθερη βούληση, αλλιώς θα εκληφθεί ότι «δυσφημούμε εμάς/την κουλτούρα μας» και ότι προδίδουν τον λαό τους, ο οποίος συκοφαντείται ως «βάρβαρος» και «κτηνώδης» από τους Αμερικανούς συντηρητικούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που φορούν χιτζάμπ με δική τους αυθεντική ελεύθερη βούληση, αλλά περισσότερο ότι δεν υπάρχει καμία εξωτερική θέση, ακόμη και αυτή της Μουσουλμάνας Φεμινίστριας της διασποράς, από την οποία είναι δυνατόν να «ερμηνευτεί» αξιόπιστα η συναίνεση μιας γυναίκας για τη χιτζάμπ σε ένα πλαίσιο όπου πρέπει να τη φορέσει ή να πεθάνει. Είναι απαραίτητο συγχρόνως: 1. να κατανοήσουμε τις δομές εξουσίας μέσα στις οποίες λαμβάνει τις αποφάσεις της, και 2. να την ακούσουμε πραγματικά να μιλάει για την εαυτή της.

Ως εκ τούτου, οι γυναίκες και οι τρανς άντρες στο Ιράν που καίνε τη χιτζάμπ τους μιλούν στην πραγματικότητα πολύ καθαρά και οι προσπάθειες των μη εκλεγμένων φεμινιστριών της διασποράς να τις ακυρώσουν και να επιβάλουν εκ νέου την κατασκευασμένη εμφάνιση της «συναίνεσης» είναι οι ίδιες μια μορφή αποικιακής επιστημικής βίας με την κλασική έννοια που διατυπώθηκε από την Gayatri Spivak.

 

Γλώσσες σαν Βολές! Μάτια Σαν Φωτιά!

 

η μετάφραση έγινε από την πρωτοβουλία του αναρχικού στεκιού Ρεσάλτο

ενάντια στον σεξισμό, την πατριαρχία, τους έμφυλους διαχωρισμούς και διακρίσεις