Με τη γλύκα του ψεύδους στα χείλη
Με τη γλύκα του ψεύδους στα χείλη
περπατά η ευτυχία μας τώρα.
Έχει σφαλισμένα παράθυρα
κι αντικλείδια χαμένα σα χρόνια.
Το κακό με το χρόνο
είναι πως συνήθως δε φτάνει.
Κι είχαμε όλοι,
μεγαλόπνοα σχέδια, κάνει…
Στης ιστορίας τη στράτα
οι τελείες χλευάζουν τα όνειρα.
Οι θυσίες μοιάζουν με παύλες.
Ναρκωτικά αμνησίας
κοιμίζουν ολοκαυτώματα
και ο συμβιβασμός
αναγορεύετ’ αξίωμα.
Έτσι το παρόν
χωρίζει απ’ το πολύχρωμο.
Γίνεται χαμαιλέοντας.
Με μια ωραιοπάθεια
που γεμίζει γυμναστήρια
και μια μισαλλοδοξία
που φλυαρεί στα μικρόφωνα.
Αυτή ’ναι η τύχη μιας εποχής
αλαζονικών μετριοτήτων
και υπέρμετρης αλαζονείας.
Και πώς να μεταποιήσεις
ανώμαλες προσγειώσεις;
Πώς να τις κάνεις
φιλόδοξα φτερουγίσματα;
Μας έμαθαν,
όταν κάνουμε μία πρόταση,
να είναι πάντοτε τελική.
Δίχως σκοπό
δε νοούνται προθέσεις.
Λέξεις αμέτρητες
για να μπορείς να ξεχάσεις.
Λέξεις αμέτρητες
για να προσπεράσεις.
Για την κουκίδα του σήμερα
λέξεις χιλιάδες.
Στο βωμό του επίκαιρου
επιχειρήματα- αράδες.
Βιβλία χωρίς περιεχόμενα.
Εικόνες ατέλειωτες,
δίχως λόγια.
Ένα μακροσκελές παρόν
χωρίς καμιά προσδοκία.
Οι ιστορίες όλες ξεχάστηκαν.
Ένας διαβήτης
καρφωμένος στο τώρα,
το ανδρείκελο
που επέζησε της εξέλιξης.
Για την αιωνιότητα της μνήμης,
κανείς;
Για το κενοτάφιο της ευδαιμονίας,
είσαστε όλοι;
Κι εγώ,
πως θα χωρέσω σ’ ένα ποίημα μου
τόση ανυπαρξία;
Πού θα βρουν αντισώματα
οι στίχοι
την επιδημία που ξέσπασε
να γλιτώσουν;
της Α.