Αυτό λοιπόν δεν είναι παρά μία αφορμή για ένα σχόλιο πάνω στο συνεχές συναίσθημα της εκμετάλλευσης από μεγάλα ή μικρά αφεντικά, από δεξιά ή αριστερά, από εθνικά ή πολυεθνικά. Ένα σχόλιο πάνω στο διαρκές συναίσθημα της ταπείνωσης προκειμένου να κυκλοφορήσουν τα εμπορεύματα με κάθε κόστος. Ένα σχόλιο πάνω στην αίσθηση της εξολόθρευσης του τοπίου από βιομηχανίες και λιμάνια.
Όσοι επισκέπτονται τον Πειραιά και τους δήμους του, είναι ο Πειραιάς της διαφυγής, της ξεκούρασης, των νέων σχεδίων, της επιστροφής, των πρόσκαιρων γνωριμιών, είναι ο τόπος του τουρισμού. Είναι το κέντρο των εφοπλιστών, των μεγάλων τραπεζών, των επενδυτικών εκθέσεων όπως τα Ποσειδώνια. Είναι ακόμα ο τόπος που κάτι υπέρλαμπρα φεστιβάλ τέχνης και πολιτισμού, τον επισκέπτονταν για να δουν τον «εξωτισμό» των κατεστραμμένων μπουρδέλων, των γεφυρών που αυτοκτονούσαν οι «πουτάνες», των κολπίσκων που κρύβονταν οι ρεμπέτες, των δρόμων που φιλοξενούσαν τις παράγκες και τους μαχαλάδες των προσφύγων και φυσικά να τους δείξουν τα μέρη μέσα στο «ανθρώπινο λιμάνι» που «φιλοξένησε» (δηλαδή, γκετοποίησε σε άθλιες συνθήκες) για μήνες τους αυτοσχέδιους καταυλισμούς χιλιάδων μεταναστών/ριών μέσα στην πέτρινη αποθήκη, στην Ε2, στην Ε1.
Όσοι/ες βέβαια ζούμε και εργαζόμαστε στον Πειραιά και τους δήμους του ξέρουμε πως είναι λιμάνι. Πως είναι το λιμάνι της ανεργίας, της επισφάλειας, είναι η πόλη όπου οι εργάτες της φορτοεκφορτώνουν ασταμάτητα όλα αυτά τα εμπορεύματα που μας επιβάλλεται να έχουμε ανάγκη, είναι η πόλη που οι εφοπλιστές της πότε δολοφονούν τους εργάτες μέσα στα αμπάρια εξαιτίας του φόρτου εργασίας και πότε τους δολοφονούν ρίχνοντας τους στην κατάθλιψη και την αυτοκτονία εξαιτίας της μακροχρόνιας ανεργίας, ενώ μας πιπιλάνε το μυαλό ώστε να νιώσουμε «εθνικά» περήφανοι που είναι πρώτοι στην παγκόσμια ναυτιλιακή κατάταξη. Ο Πειραιάς είναι η πόλη που βρωμάει, που δέχεται τα σκατά τουλάχιστον του μισού λεκανοπεδίου, που δεν έχει άλση, πάρκα και πλατείες με δέντρα, είναι η πόλη των φουγάρων, της μόλυνσης, του καρκίνου, των νταλικών, των σταθερών υπόκωφων θορύβων, των νεύρων και που παρ’ ολ’ αυτά θέλουν να είμαστε ευγνώμονες για κάτι ψίχουλα λεβάντας και χαλικιού που μας προσφέρουν, είναι η πόλη των αστέγων, των λούμπεν, των κοριτσιών και των γυναικών που εκδίδονται κάτω από τις γέφυρες και κάτω από αυτές τις ξυλοφορτώνουν, είναι η πόλη της τρέλας, των νόμιμων και παράνομων ψυχοτρόπων, είναι το λιμάνι του αστυνομικού και παρακρατικού τσαμπουκά και της μαγκιάς του μπραβιλικιού. Ε, λοιπόν σε αυτή την πόλη δεν έρχονται ούτε οι τουρίστες, ούτε οι επισκέπτες, ούτε οι εφοπλιστές, ούτε οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές, ούτε τα media, ούτε οι κυβερνήτες, σε αυτή την πόλη ζούμε όλοι εμείς. Ας ανακαταλάβουμε την πόλη μας και ας κυκλοφορήσουν οι αγώνες, οι αντιστάσεις, η αλληλεγγύη.
[Σήμερα, 6 Ιουνίου, το πρωί κι ενώ βρισκόμασταν στις πύλες των ΣΕΜΠΟ, μαζί με πολλούς αλληλέγγυους, οι απεργοί εργαζόμενοι μας ενημέρωσαν ότι αντιπροσωπεία του σωματείου ΕΝΕΔΕΠ και των εργολάβων πραγματοποιούσαν συνάντηση στο Υπουργείο Εργασίας. Στις 12 περίπου το μεσημέρι, τα χειροκροτήματα και τα χαμόγελα γέμισαν τον χώρο μιας και το Υπουργείο Εργασίας μαζί με τους εργολάβους «δεσμεύτηκαν» για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κατ’ επέκταση τα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα. Ίδωμεν…]