Την Πέμπτη 18/7, δεκάδες συντρόφισσες και σύντροφοι από Κορυδαλλό, Νίκαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα και Πειραιά, πραγματοποιήσαμε παρέμβαση, για τις πρόσφατες κρατικές δολοφονίες της Γκαΐανέ Κασαρτζιάν στο νοσοκομείο Νίκαιας και της Σοφία Κανελλοπούλου στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού.
Μοιράστηκαν εκατοντάδες κείμενα στον άξονα κρατικό νοσοκομείο Νίκαιας, Πέτρου Ράλλη, Περιβολάκι, Αθηνάς, Πλ. Ελευθερίας, Πλ. Μέμου, και ξανά Πέτρου Ράλλη με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης και κρεμάστηκαν πανό σε 3 πλατείες της διαδρομής.
Ακολουθεί το κείμενο της παρέμβασης του αυτοοργανωμένου χώρου αλληλεγγύης και ρήξης ΡΕΣΑΛΤΟ:
Να μη συνηθίσουμε τον θάνατο
Να μην αφήσουμε καμιά κρατική δολοφονία να ξεχαστεί
Όσο φορτώνονται τα αυτιά και τα μάτια μας με τη λέξη τραγωδία, τόσο οι τραγωδίες θα παραμένουν αναπάντητες και θα αποφορτίζονται στα περιορισμένα τετραγωνικά («ψηφιακά» ή «πραγματικά») ενός εξατομικευμένου παραπόνου.
Μέσα σε μία εβδομάδα, σε γεωγραφική ακτίνα μόλις 2,5 χιλιομέτρων, δύο γυναίκες δολοφονήθηκαν. Η πρώτη, η Γκαΐανέ Κασαρτζιάν. Το Σάββατο 29.06 πήδηξε στο κενό από το μπαλκόνι του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας για να αποφύγει τον έλεγχο από το προσωπικό ασφαλείας, καθώς εργαζόταν ως αποκλειστική νοσοκόμα (μη εγγεγραμμένη στα μητρώα). Η δεύτερη, η Σοφία Κανελλοπούλου. Την Παρασκευή 05.07, απαγχονίστηκε στο πόμολο πόρτας του θαλάμου 2 στο ισόγειο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού. Ήταν προφυλακισμένη για το θανάσιμο τραυματισμό του πατέρα της στις 21.06 και όπως λένε οι συγκρατούμενές της, «αντιμετώπιζε χρόνια ψυχιατρικά προβλήματα».
Το τί συνέβη και στις δύο αυτές ιστορίες δεν είναι δύσκολο να το υποθέσουμε. Και αν υπάρχει μία λέξη κοινή και στις δύο, αυτή μάλλον είναι η απόγνωση.
Στην πρώτη, μία εργαζόμενη γυναίκα, με αρμένικη καταγωγή, απασχολούταν σε αυτό που μαθαίνουμε όλες από την ημέρα που γεννιόμαστε, τη φροντίδα. Επί 25 χρόνια, φρόντιζε και ξενυχτούσε στο προσκέφαλο άρρωστων προσώπων, επειδή οι κοντινοί τους δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να παραμένουν στο νοσοκομείο 24 ώρες το 24ωρο, επειδή όλο το προσωπικό των νοσοκομείων (από τους γιατρούς μέχρι τις καθαρίστριες) έχει μειωθεί στο ελάχιστο, επειδή η δημόσια ασφάλιση καλύπτει μόλις 8 με 12 νυκτερινές χρήσεις αποκλειστικής νοσοκόμας (κατοχυρωμένης στη νοσηλευτική υπηρεσία του κάθε νοσοκομείου) ακόμα και για όσους/ες νοσηλεύονται μακροχρόνια, μόνο με 35 ευρώ για τις καθημερινές και 45 ευρώ για τα σαββατοκύριακα τη στιγμή που τα μεροκάματα των «εγγεγραμμένων» κυμαίνονται σε πολλά περισσότερα ευρώ, ενώ από εκεί και πέρα υποχρεώνεται ο στενός κύκλος του/της ασθενούς να πληρώνει μόνος του όσες «εγγεγραμμένες» αποκλειστικές θέλει (πρωί, μεσημέρι, βράδυ). Η συγκεκριμένη γυναίκα όπως και πάρα πολλές άλλες, δεν είναι καταχωρημένες στις περιβόητες νοσοκομειακές λίστες και όχι προφανώς γιατί δεν ξέρουν να φροντίζουν, να καθαρίζουν και άλλα τέτοια φαιδρά επιχειρήματα -το γνωρίζουμε άλλωστε εκ πείρας πάρα πολλές και πάρα πολλοί από όσους έχουμε βρεθεί για μέρες, μήνες ή χρόνια μέσα στα νοσοκομεία. Πριν εισαχθούν ο έλεγχος και η επιτήρηση όσων απασχολούνται σε αυτόν τον τομέα, αυτά τα υποτιθέμενα επιχειρήματα περί «εξειδίκευσης, καθαριότητας, νομιμότητας» ήταν ανύπαρκτα.
Η Γκαΐανέ Κασαρτζιάν δεν έπεσε αυτοβούλως στο κενό. Την έσπρωξε η διοίκηση του νοσοκομείου, η οποία ζητούσε σε έγγραφο που διέρρευσε: «στα πλαίσια αντιμετώπισης της παράνομης εργασίας, παρακαλώ όπως επιτρέπετε την είσοδο στα μέλη της πενταμελούς των αποκλειστικών αδελφών νοσοκόμων του νοσοκομείου μας, προκειμένου να συλλέγουν «καρτελάκια» που διακινούνται παράνομα με οικονομικές προσφορές προς τους ασθενείς και συνοδούς αυτών, καθώς και τον εντοπισμό παράνομων αποκλειστικών σε συνεργασία με το προσωπικό ασφαλείας και χωρίς να θίγονται, προσβάλλονται ή αναστατώνονται οι νοσηλευόμενοι με τους οικείους τους». Την έσπρωξε το προσωπικό ασφαλείας του νοσοκομείου, την έσπρωξαν οι κάθε λογής ρουφιάνοι (εργαζόμενοι ή επισκέπτες του νοσοκομείου). Την Γκαΐανέ Κασαρτζιάν την έσπρωξε το κράτος, τα υπουργεία υγείας, εργασίας, εσωτερικών και μετανάστευσης, την έσπρωξαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες. Η ανάγκη του υποτιθέμενου ελέγχου όσων επιλέγουμε να φροντίζουν τους δικούς μας ανθρώπους είναι δική μας υπόθεση και μας προσβάλλει.
Στη δεύτερη, μία γυναίκα τραυματίζει θανάσιμα τον πατέρα της, ενώ στη συνέχεια αποπειράται να αυτοκτονήσει. Οι δικαστικές αρχές προφανώς επιτέλεσαν το γνωστό ρόλο τους να κρίνουν αυτή την υπόθεση ως δολοφονία του πατέρα από την κόρη και να την προφυλακίσουν, με αποτέλεσμα μέσα σε μερικές μέρες να καταφέρει αυτό που δεν είχε καταφέρει την 21η Ιουνίου. Μία οικογενειακή ιστορία που όποιας υφής κι αν ήταν τα προβλήματα δεν λύθηκαν, απλώς τελείωσαν. Μία οικογενειακή ιστορία που θάφτηκε όπως της αρμόζει μέσα στα σύνορα της οικογένειας. Μια οικογενειακή ιστορία που δημοσιοποιήθηκε πληροφορώντας μόνο για την κατάληξη. Κι όπως αρμόζει σε κάθε δημοσιοποίηση, αυτά που κέρδισαν τις εντυπώσεις ακόμα και μετά τη δολοφονία της συγκεκριμένης γυναίκας ήταν η «πατροκτονία», «το τέλος της τραγωδίας» και οι «συνθήκες» που κρεμάστηκε. Η Σοφία Κανελλοπούλου δεν απαγχονίστηκε γιατί ήταν «τρελή». Το σκοινί της το έδεσαν οι δεσμοφυλάκισσες της που από θέση αδιαφορούν για τις κρατούμενες. Της το έδεσε το Μεταγωγών που ενώ είχε προγραμματιστεί να μεταφερθεί 2 ημέρες πριν στο ψυχιατρείο, δεν εκτέλεσε τη μεταφορά, τακτική που εφαρμόζει βεβαίως σε όλες και όλους τους φυλακισμένους/ες που αντιμετωπίζουν ζητήματα υγείας. Της το έδεσαν οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές που το μόνο που είδαν σε αυτή την ιστορία, ήταν τις μαχαιριές στον «πατέρα» και την αφαίρεση ζωής ενώ περιφρόνησαν τις μαχαιριές στο δικό της κορμί -με απλά λόγια επιβεβαίωσαν, μεταξύ άλλων, την εγγενώς μυωπική όραση του Νόμου. Το σκοινί τής το έδεσε ο θεσμός της οικογένειας, τής το έδεσε ο θεσμός των φυλακών, ο θεσμός των ψυχιατρείων και του ιδιώνυμου της «τρέλας».
Οι περιβόητες συνθήκες -που δήθεν διερευνούνται για μερικά 24ώρα και αν, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ίσως από τη διοίκηση των φυλακών- έχουν καταγραφεί και δημοσιευθεί από τις ίδιες τις κρατούμενες, τόσο πριν από μερικούς μήνες όσο και τώρα μετά την δολοφονία της Σοφίας Κανελλοπούλου.
«Έχουμε καταγγείλει το γεγονός ότι γυναίκες με σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα τις πετάνε στις φυλακές, σε ένα περιβάλλον που όχι μόνο δεν είναι κατάλληλο για τέτοιες περιπτώσεις, αλλά επιδεινώνει τα όποια προβλήματα ψυχικής υγείας. Τις γυναίκες αυτές, όπως έγινε και στην περίπτωση της Σοφίας, είναι ‘‘υποχρεωμένες’’ να προσέχουν οι συγκρατούμενές τους. Αυτό κάνουμε πάντα για λόγους ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που έχουμε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο γυναίκες που επιχειρούν να αυτοκτονήσουν. […] Απ’ ότι φαίνεται η ζωή των κρατουμένων είναι μια ευτελισμένη ζωή. Κανένα υπουργείο, κανένας αρμόδιος δεν ενδιαφέρεται πραγματικά αν ζήσουμε ή αν πεθάνουμε. Η έκτιση μιας ποινής -οποιασδήποτε ποινής- δεν μπορεί να γίνεται καταδίκη σε θάνατο. Γιατί ο τρόπος που αντιμετώπισε το σύστημα τη Σοφία ήταν αυτός. Της επέβαλε μια θανατική καταδίκη. […] Έχουμε ήδη μια νεκρή από το ισόγειο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, τη Σταθοπούλου Μαρία που ξεψύχησε κρατούμενη στο νοσοκομείο από καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο το φθινόπωρο του 2017. Είχαμε και τότε προειδοποιήσει για νεκρή κρατούμενη, ειδικά από καρκίνο, εφόσον δεν αντιμετωπίζονται με ειδικό τρόπο από τον νόμο που θα κρίνει την αμεσότητα της αντίδρασης, κρατούμενες και κρατούμενοι που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υγείας τόσο σοβαρό, ώστε να αποφυλακίζονται άμεσα και να μην πεθαίνουν στη φυλακή. […] Αν οι αρμόδιοι αδιαφορούν για το αν ζήσουν ή πεθάνουν οι κρατούμενες, εμείς δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς. Είναι η ίδια μας η ζωή. Η Σοφία ήταν μία από μας.[…]» [αποσπάσματα του κειμένου που δημοσιοποίησαν στις 05.07 οι γυναίκες του ισογείου των φυλακών Κορυδαλλού (Κ2)].
Δύο κρατικές δολοφονίες, δύο δολοφονίες των θεσμών, δύο δολοφονίες γυναικών σε δύο κρατικά ιδρύματα, τα νοσοκομεία και τις φυλακές.
Δεν υπάρχουν τραγωδίες και οι καταλήξεις τους, υπάρχει εκμετάλλευση και καταπίεση… Και η απόγνωση είναι μία από τις συνέπειές τους.