Ακολουθούν 2 αναδημοσιεύσεις ανταγωνιστικού λόγου για το “μακεδονικό ζήτημα” από ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν, ενάντια στους εθνικισμούς και σε κάθε άλλη κυριαρχική ιδεολογία. Για έναν κόσμο αλληλεγγύης χωρίς εξουσία, έθνη, κράτη, σύνορα και επίπλαστους διαχωρισμούς.
Σημειώσεις πάνω στο μακεδονικό ζήτημα
Ο γεωγραφικός χώρος που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Μακεδονία αφορούσε μια περιοχή που σήμερα καταλαμβάνεται από το κράτος της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της μακεδονίας, το βουλγάρικο κράτος (στα δυτικά σύνορα του) και το ελληνικό κράτος (στα βόρεια σύνορα του, τμήμα που ενσωμάτωσε με τη λήξη των βαλκανικών πολέμων στη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913).
Επίσης, οι μακεδόνες δεν ήταν κομμάτι του προσδιοριζόμενου ως «ελληνικού κόσμου» στην αρχαιότητα, γι’ αυτό και πριν ο μακελάρης Αλέξανδρος ξεκινήσει τη μεγάλη κατακτητική του εκστρατεία στην Ασία ήταν απαραίτητο να καταλάβει στρατιωτικά τη Θήβα και την Αθήνα για να μην δεχτεί επίθεση το βασίλειο του από τα νότια. Από την άλλη, τα σλαβικά φύλα, στα οποία ανήκει μεγάλο μέρος του σημερινού πληθυσμού του μακεδονικού κράτους, εμφανίστηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων τον 6ο αιώνα μ.Χ. Γι’ αυτό, οποιαδήποτε γεωγραφική ή εθνολογική διεκδίκηση «πατρότητας» της μακεδονίας στις μέρες μας είτε από το ελληνικό είτε από το μακεδονικό κράτος είναι απλώς αστεία και ανεδαφική.
Η διαδικασία συρρίκνωσης-διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 19ου μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα (με κομβικό τον ρόλο των δυτικοευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων») και η παράλληλη δημιουργία εθνικών κρατών στα Βαλκάνια (με διαρκείς ανακατατάξεις συνόρων μέσω πολέμων και συνθηκών μέχρι και το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου) βρέθηκε αντιμέτωπη με πληθυσμούς απόλυτα μπασταρδεμένους, χωρίς καμία «εθνοτική καθαρότητα» (η συμβίωση τους εξάλλου δε χρειαζόταν τέτοιου είδους κριτήρια).
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εθνικοί μύθοι που κατασκεύασε κάθε βαλκανικό κράτος στην προσπάθεια εθνικής ομογενοποίησης του πληθυσμού του ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί (διαδικασία που περιλάμβανε εξίσου σειρά γενοκτονιών, εκτοπισμών, αποκλεισμών και βίαιων ενσωματώσεων). Γι’ αυτό κι ο όρος «βαλκανοποίηση» χρησιμοποιείται διεθνώς μέχρι και τις μέρες μας για να περιγράψει την πλέον εξόφθαλμη διαδικασία συνοριακού τεμαχισμού περιοχών και κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων των διαμοιραζόμενων πληθυσμών.
Απτή απόδειξη αποτελεί η μακεδονίτικη γλώσσα (την ύπαρξη της οποίας το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει, παρότι μιλιέται ακόμα σε αρκετά χωριά της βόρειας ελλάδας), που είναι ένα κράμα από σλάβικα (κυρίως) με ελληνικά και τούρκικα.
Ερχόμενοι στα τέλη της δεκαετίας του ́80 με αρχές της δεκαετίας του ́90, η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ κυριαρχίας (υπαρκτός σοσιαλισμός) κι ο διαμελισμός του γιουγκοσλαβικού κράτους (αποτέλεσμα εθνικιστικών λογικών επιδιώξεων, που υποδαυλίστηκαν από την ΕΕ και τις ΗΠΑ προς όφελος των δικών τους συμφερόντων), οδήγησαν στη δημιουργία ενός μικρού κρατιδίου στα βόρεια του ελληνικού κράτους, το οποίο επιδίωξε να διατηρήσει το όνομα που είχε σε όλη την μεταπολεμική περίοδο ως τμήμα της ομόσπονδης γιουγκοσλαβίας: «δημοκρατία της μακεδονίας».
Η επιδίωξη αυτή ξεσήκωσε εθνικό σάλαγο σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια: συμφωνία των κοινοβουλευτικών κομμάτων για αδιαπραγμάτευτη άρνηση στη χρήση του όρου μακεδονία και κάθε παράγωγού της από το νεοσύστατο κράτος, εθνικιστικά συλλαλητήρια με υποχρεωτική κάθοδο των σχολείων, μέχρι και εμπάργκο το 1994. Η οργανωμένη διάχυση της εθνικιστικής πανούκλας από τις συνασπισμένες δυνάμεις των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (κόμματα, ΜΜΕ, εκκλησία, καλλιτέχνες, «άνθρωποι του πνεύματος») δεν ήταν τυχαία. Η μετατροπή των Βαλκανίων (όπως και της ανατολικής Ευρώπης) σε μια νέα -και πολλά υποσχόμενη- καπιταλιστική περιφέρεια προς λεηλασία, πριμοδότησε τις επεκτατικές βλέψεις του ισχυρότερου (οικονομικά) και σταθερότερου (πολιτικά) παράγοντα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου: οικονομική διείσδυση, πολιτική επιρροή, στρατιωτική παρουσία, βλέψεις ενσωμάτωσης των νότιων εδαφών του αλβανικού και μακεδονικού κράτους (τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ́90). Και για τα μετόπισθεν: απαιτούμενος μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας σε εθνικιστική και ρατσιστική κατεύθυνση, για την αφομοίωση του «οράματος» της «μεγάλης και ισχυρής Ελλάδας» και τη δουλοκτητική «υποδοχή» των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών από τις βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ανάδειξη του ελληνικού κρατικο-καπιταλιστικού σχηματισμού σε ηγεμονική δύναμη της νοτιοανατολικής Ευρώπης επιτεύχθηκε, και η ψωροκώσταινα του παρελθόντος μετατράπηκε σε μια μικρή αμερική των Βαλκανίων. Μόνο στο μακεδονικό κράτος δραστηριοποιούνται (το 2008 που γράφτηκε το άρθρο) 251 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων εκμεταλλευόμενες 20.000 περίπου εργαζόμενους. Τα Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ, η Ε.Τ.Ε. κι ο ΟΤΕ κατέχουν πλειοψηφικά πακέτα μετοχών και ελέγχουν τους τομείς της ενέργειας, του τραπεζικού συστήματος και των τηλεπικοινωνιών. Από τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι ελληνικές κατέχουν το 70%. Ενώ στις εισαγωγές ξένων προϊόντων τα ελληνικά κατέχουν τη δεύτερη θέση.
Έτσι στις μέρες μας, με την επαναφορά του ζητήματος της ονομασίας, ενόψει της ένταξης του μακεδονικού κράτους στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, δεν είναι τυχαίο ότι δεν απαιτούνται ξεπερασμένοι μοχλοί πίεσης, όπως τα εθνικιστικά συλλαλητήρια του παρελθόντος, παρά προβάλλεται η «πυγμή κι η σταθερότητα των ελληνικών θέσεων». Δεδομένου και του έντονου αμερικάνικου ενδιαφέροντος (όπως και πολλών κρατών της ΕΕ) για λήξη της εκκρεμότητας, η ελληνική εξωτερική πολιτική επιδιώκει μια συμβιβαστική λύση τέτοια, που, από τη μία, θα επιβεβαιώσει την αδιαμφισβήτητη ηγεμονική θέση του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου στην περιοχή των Βαλκανίων κι από την άλλη, δεν θα κλονίσει το ριζωμένο σε πολλά μυαλά υπηκόων σύνθημα «η μακεδονία είναι μια και είναι ελληνική» (το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον τη δεκαετία του ́90 αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση, χωρίς βέβαια να κατατεθεί ποτέ από την ελληνική διπλωματία σε διεθνείς οργανισμούς: ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ κλπ).
Κι αυτό είναι το πλέον δυστυχές στην όλη ιστορία: η επίδραση της εθνικιστικής προπαγάνδας στη συνείδηση των καταπιεσμένων και η συστράτευση με τους καταπιεστές τους. Και κυρίως εδώ, στα Βαλκάνια του πιο γλυκού μπασταρδέματος των ανθρώπων και των κοινοτήτων τους για αιώνες, που τροφοδότησε στις αρχές του 19ου αιώνα το όραμα πολλών φλογερών επαναστατών για βαλκανική ομοσπονδία των λαών ενάντια στις αυτοκρατορίες της εποχής και τις τοπικές δεσποτείες.
Ωστόσο, κανένα εθνικό σύμβολο όσο ψηλά κι αν υψωθεί, καμιά εθνικιστική ιαχή όσο δυνατά κι αν κραυγάσει δεν μπορεί να αποκρύψει την πλαστότητα των εθνικών διαχωρισμών, τα εγκλήματα των εθνικισμών. Δεν αναγνωρίζουμε καμιά πατρίδα και καμιά ιδεολογία που οργανώνεται γύρω από αυτήν, γιατί πατρίδα μας είναι ολόκληρη η γη, γιατί τα σύνορα είναι ματωμένες χαρακιές στο σώμα του πλανήτη.
Έντυπη δίγλωσση έκδοση του 2012 από μια πρωτοβουλία συντρόφων από τις πόλεις των Σκοπίων και της Θεσσαλονίκης, ενάντια στους εθνικισμούς και τους εθνικούς μύθους.
Αυτό θέλουμε να το πετύχουμε επικοινωνώντας μία οπτική γωνία που πηγάζει από τα καθημερινά μας βιώματα στις χώρες όπου ζούμε και από τις εμπειρίες της συμμετοχής μας στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Τον τελευταίο καιρό μεθοδεύσαμε, όσο μπορούσαμε, μία συζήτηση που αφορά σε μία πολιτική ανάγνωση της ιστορίας, στην χρήση των εθνικών συμβόλων και στην εμβάθυνση σε θεωρητικά ζητήματα του νοήματος της έννοιας «έθνος» και του ρόλου των εθνών-κρατών στα πλαίσια της καπιταλιστικής κρίσης των ημερών μας.
Διαλέξαμε την λέξη «Αϊντε» γιατί είναι μία κοινή λέξη στον βαλκανικό χώρο. Για εμάς «Αϊντε» σημαίνει προτροπή: να προωθήσουμε τον αντιεθνικισμό και τον ταξικό αγώνα. Εδώ, δίπλα και παντού. Για ένα κόσμο χωρίς σύνορα, εξουσία και εκμετάλλευση.
(από τον πρόλογο του βιβλίου)