“Το να ζεις στη συνοριογραμμή σημαίνει ότι
δεν είσαι ούτε ισπανίδα, ινδή, νέγρα, σπανιόλα
ούτε αλλοδαπή, ευρωαμερικάνα, μιγάδα, μπάσταρδη
εγκλωβισμένη ανάμεσα στα πυρά στρατοπέδων
ενώ κουβαλάς και τις πέντε ράτσες στην πλάτη σου
δεν γνωρίζεις σε ποια πλευρά να καταφύγεις
[…]
Το να ζεις στη συνοριογραμμή σημαίνει πως
οι άνθρωποι περπατούν μέσα από σένα,
πως ο αέρας κλέβει τη φωνή σου,
πως είσαι ηλίθιος, βόδι, αποδιοπομπαίος τράγος
προάγγελος μία νέας ράτσας,
μισός αλλά και μισός γυναίκα-μισός άντρας, ούτε καν – ένα νέα φύλο.
[…]
Ζώντας στη συνοριογραμμή σημαίνει πως μάχεσαι σκληρά
πως αντιστέκεσαι […] να μην στρέψεις την κάννη
να μην τραβήξεις το σκοινί που θα συνθλίψει το λαιμό σου.
Στη συνοριογραμμή
είσαι το πεδίο της μάχης
κι εκεί, οι εχθροί είναι συγγενείς
και πίσω στο σπίτι, είσαι ένας ξένος
-οι συνοριακές διαμάχες έχουν διευθετηθεί
ο καταιγισμός των πυρών έχει διαλύσει την ανακωχή-
είσαι ένας τραυματισμένος, χαμένος στη μάχη
είσαι ένας νεκρός, αντεπιτιθέμενος.
Το να ζεις στη συνοριογραμμή σημαίνει
ότι ο μύλος με τα κοφτερά άσπρα δόντια θέλει να ξεσκίσει
το λαδί-κόκκινο δέρμα σου, να συντρίψει τον πυρήνα, την καρδιά σου
να σε βαρέσει, να σε χτυπήσει, να σε στροβιλίσει [..]
Για να επιβιώσεις στη συνοριογραμμή
πρέπει να ζεις χωρίς σύνορα
να είσαι σταυροδρόμι.”