Νωρίς το ξημέρωμα, όταν γύρισε το κλειδί της εξώπορτας, δεν τον περίμενε καμία έκπληξη. Το γεγονός σαν τέτοιο, σα μία στιγμή του θεάματος, ήταν αρκετά χαμηλά. Πάνω του αναπηδούσαν υπέρτιτλοι για την εθνική διαπραγμάτευση, για τα αστυνομικά τμήματα που έμειναν χωρίς θέρμανση και κάτι φωτορεπορτάζ με ξέκωλα, ιδανικά για ξενυχτισμένες μπυροκοιλιές που βρωμάνε σπέρμα και ιδρώτα. Κούρνιασε στην πολυθρόνα. Αναρωτήθηκε για τη ματαιότητα των επιλογών του, συναντήθηκε -αφού προσπέρασε τόνους φιλανθρωπίας- με την αναισθησία των καιρών, (ξανα)θυμήθηκε ότι ζει σε μία γαμημένη κοινωνία που ξύπνησε αριστερή ενώ το προηγούμενο βράδυ κοιμόταν παθιασμένα με την ακροδεξιά, έφερε μπροστά του τα μάτια των ανθρώπων που ήταν μαζί λίγο νωρίτερα. Βαριά από την κάπνα, κουρασμένα από την αμηχανία των στιγμών, ξενυχτισμένα στον χρόνο. Αλλά ήταν εκεί.
Τρεις μέρες, τρεις νεκροί. Ο Σαγιέντ, ο Μοχάμεντ, και ένας ανώνυμος στο αλλοδαπών της Θεσσαλονίκης. Και αυτοί ήταν εκεί. Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε ένα κρατητήριο. Έγκλειστοι, όχι από επιλογή τους. Και οι διπλανοί τους, που ήταν επίσης εκεί, έπραξαν την μικροεξέγερσή τους. Έκαναν κτήμα τους το νεκρό σώμα του Μοχάμεντ, ήταν και το δικό τους σώμα. Αρνήθηκαν να το παραδώσουν στους ανθρωποφύλακες.
Το άλλο πρωί, ήταν και αυτοί εκεί. Όχι από μέσα, απ΄έξω απ΄τα συρματοπλέγματα. Ο υπουργός της αστυνομίας, κυβερνητικό κλιμάκιο, αριστεροί διαμεσολαβητές. Η γλώσσα της εξουσίας υποσχέθηκε ότι θα κλείσει την Αμυγδαλέζα. Δεν ψέλισσε τίποτα, όμως, για τη συνθήκη της διοικητικής κράτησης, αυτή που αιχμαλωτίζει χιλιάδες ανθρώπους σε κελιά και κοντέινερ ανά την επικράτεια. Η γλώσσα της εξουσίας ντύθηκε στ΄ αριστερά. Τόσο γοητευτική και ελπιδοφόρα που ακόμα και η αποστροφή του υπουργού ότι τα όσα λέει δεν αποτελούν καμία μομφή για τους εργαζόμενους στην Αμυγδαλέζα, ακούστηκε σα μία υψηλή νότα σε ένα σοπράνο κομμάτι ξεπλύματος των ανθρωποφυλάκων του κολαστηρίου.
Τρεις μέρες, τρεις νεκροί. Ο Σαγιέντ, ο Μοχάμεντ, και ο Ανώνυμος. Περιμένουν την πράξη μας. Περιμένουμε την πράξη μας. Σαγιέντ, Μοχάμεντ, Ανώνυμε, στείλτε ένα γεια εκεί που είστε και στον Σαχζάτ. Και στον Μπαμπακάρ. Και σε πολλούς άλλους που κάμποσοι από εμάς θυμόμαστε, είχαμε φίλους. Όχι, όσοι ζούμε σε αυτόν τον τόπο δεν είμαστε όλοι κανίβαλοι. Και κάθε φορά, με το σώμα σας και τη φωνή σας, μας υπενθυμίζετε γιατί (πρέπει να) τον μισούμε τόσο πολύ.