μια ζωή σε ράγες…

Ήμουν στο τρένο και μπήκε. Κάθισε απέναντί μου. Στην αρχή εκνευρίστηκα γιατί μιλούσε δυνατά και έπιανε πολύ χώρο και δεν μπορούσα να διαβάσω για τον Δον Ζουάν. Και την κοίταξα. Μιλούσε με τη φίλη της. Και οι δύο τους γνήσιες προλετάριες, γυναίκες που είχαν πάνω τους τη φτώχια αλλά όχι την εξαθλίωση και φαίνονταν μεγαλύτερες απ’ όσο πραγματικά ήταν. Μιλούσε στη φίλη της και αυτή κουνούσε το κεφάλι στενοχωρημένη. Εγώ κοίταζα αποχαυνωμένη γιατί δεν έχω συνηθίσει τέτοιες κουβέντες στο τρένο, συνήθως μιλάνε οι «τρελοί» ή οι φασιστόγεροι, όλοι οι υπόλοιποι είναι πολύ νυσταγμένοι και μίζεροι. Και να που το μονόπρακτο που παιζόταν μόνο για μένα, στο πίσω βαγόνι, ήταν και του γούστου μου. Μια γυναίκα που τη χτύπησε ο άντρας της, ήρθε η αστυνομία, αυτή φοβήθηκε και δεν έκανε καταγγελία, μετά ήρθε το παιδί στο σπίτι και όλοι κοιμήθηκαν στα κρεβάτια τους. Μόνο που αυτή δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ και με το που ξημέρωσε πήρε τους δρόμους και έφυγε. Έφυγε γιατί δεν άντεχε στη σκέψη πως αυτό συνέβη σε κείνη, πως νόμιζε ότι αγαπιόταν με τον άντρα της, πως τώρα είναι φοβισμένη, πως δεν θέλει να το μάθει η μάνα της, πως η φίλη και γειτόνισσα, της είπε ότι πάει κόντρα και φταίει και κείνη, δεν θέλει να σκέφτεται πως είναι έγκυος και τί θα κάνει με ένα καινούριο μωρό. Πήρε τους δρόμους και έφυγε. Πήρε το τρένο και κατέβηκε στην Αθήνα. Βρήκε την παλιά της φίλη και πήραν μαζί το τρένο της πόλης πια για το κέντρο. Τι θα γίνει; Τι θα γίνει το βράδυ που θα πάει σπίτι; Τι θα γίνει που δεν έχει λεφτά για δικηγόρο; Τι θα γίνει που έχει πάνω της μόνο 20 ευρώ; Και αν της πάρει το παιδί; Και το άλλο παιδί; Τι να το κάνει; Να το κρατήσει; Μήπως ήταν μόνο μια φορά; αλλά είναι κακός και τρελός… κι αυτή τί φταίει και αν την επόμενη φορά την απειλήσει με κανένα μαχαίρι; και τι θα κάνει τώρα;
Και εγώ που ασχολούμαι με «αυτά», που θέλω να μιλήσω για «αυτά», να γράφω κείμενα και να κάνω εκδηλώσεις… μένω εκεί μουγκή. Θέλω να της μιλήσω, να της πω να φύγει, να της πω να μη φοβάται και πως θα τα καταφέρει, να της πω πως ό,τι και να της λένε, δεν είναι τρελή και πως δεν θα’ πρεπε να ντρέπεται. Πως αν φύγει, θα μάθει στο παιδί της πολλά περισσότερα από το να κάτσει. Να της πιάσω το χέρι και της το σφίξω, αλλά δεν κάνω τίποτα… στέκομαι εκεί και κοιτάω, κοιτάω τις κοκκινίλες στο πρόσωπό της και την κοιτάω μέσα στα μάτια. Αλλά δεν μιλάω. Και τι να της πω δηλαδή; Δεν έσπασα αυτή την απόσταση μεταξύ μας, από φόβο και από αυτή τη διακριτικότητα που μας κάνει όλες μόνες μας.

Είχα τα νεύρα μου σήμερα, από το πρωί, δεν ήθελα να ξυπνήσω πάλι τόσο νωρίς, είχα κουραστεί να κοιμάμαι τόσες λίγες ώρες -πλέον δεν μου φτάνουν- είχα τα νεύρα μου που ήξερα τί θα έκανα όλη τη μέρα, που δεν θα προλάβαινα να κάνω όλα όσα πρέπει, που δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα σωστά, που ξύπνησα και μένω ακόμη με τους γονείς μου και που ζω σ’ ένα πρόγραμμα ασφυκτικό και δεν βλέπω και καμιά προοπτική. Έχω τα νεύρα μου με τον Μ. που δεν θα με πάρει τηλέφωνο και με μένα που θα περιμένω. Και μετά από αυτό… Δέκα λεπτά μου πήρε να τα ξεχάσω όλα αυτά και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η σιωπή και ότι δεν μπορώ να μιλήσω σε αυτή τη γυναίκα απέναντί μου. Αυτή δεν ντράπηκε και τα είπε όλα στη φίλη της σε ένα τρένο μπροστά σε άλλους, νυσταγμένους και μίζερους και έφυγε, ήρθε στην Αθήνα και θα ξαναγυρίσει πίσω ακόμα πιο δυνατή και θα τα καταφέρει. Το είπε και την πιστεύω. Το ελπίζω. Συγγνώμη που ντράπηκα…