Ενημέρωση και μια πρώτη αποτίμηση για το δικαστήριο της εκκένωσης της κατάληψης Σκαραμαγκά

Την Πέμπτη 31/10 πραγματοποιήθηκε η δίκη για την εισβολή και εκκένωση της κατάληψης Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά στις 9/1/13. Η εκκένωση είχε πραγματοποιηθεί εν μέσω του πρώτου κύκλου καταστολής των καταλήψεων πέρυσι το χειμώνα, που ξεκίνησε με την εκκένωση της Βίλας Αμαλίας, την εισβολή στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι της ΑΣΟΕΕ και της κατάσχεσης των μηχανημάτων εκπομπής του ραδιοσταθμού Ραδιοζώνες Ανατρεπτικής Έκφρασης-98Fm, την εκκένωση της Σκαραμαγκά και την εισβολή στη Λέλας Καραγιάννη. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης συνελήφθησαν εφτά σύντροφοι και συντρόφισσες, οι οποίοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στην κατάληψη και τους αποδόθηκαν οι κατηγορίες της διατάραξης οικιακής ειρήνης, της οπλοκατοχής, της παράβασης του νόμου περί βεγγαλικών καθώς και της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης (απείθεια) για την άρνησή τους να δώσουν αποτυπώματα και φωτογραφίες στην αστυνομία.
Η συγκεκριμένη δίκη είχε έντονη πολιτική σημασία μιας και ακολούθησε χρονικά το δεύτερο κύμα κρατικής καταστολής των καταλήψεων, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι σε διάφορες πόλεις στον ελλαδικό χώρο (Αθήνα, Πάτρα, Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Ηγουμενίτσα) καθώς επίσης αποτέλεσε το πρώτο δικαστήριο, αναφορικά με τις εισβολές και εκκενώσεις κατειλημμένων αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, που αποτέλεσαν σημαντικό σημείο στην κρατική ατζέντα της τάξης και της ασφάλειας. Το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν μπορούσε να μην αποτελέσει ένα πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στον αγωνιζόμενο κόσμο της ελευθερίας και τις κρατικές και δικαστικές αρχές. Στο κάλεσμα της κατάληψης για συγκέντρωση στα δικαστήρια της Ευελπίδων ανταποκρίθηκαν περίπου 100 αλληλέγγυοι σύντροφοι και συντρόφισσες.
Η δίκη ξεκίνησε με την κατάθεση του ανεκδιήγητου πρώην προέδρου του ΝΑΤ Χρ. Φωτίου (που είχε απουσιάσει στις προηγούμενες δίκες), ο οποίος αφού αναφέρθηκε στην ιδιοκτησιακή σχέση του ΝΑΤ με το κτίριο της Πατησίων και Σκαραμαγκά και το γεγονός ότι το ΝΑΤ είχε αφήσει το κτίριο στην εγκατάλειψη για 10 χρόνια, ουσιαστικά «παραδέχτηκε» ότι οι πρωτοβουλίες, που πήρε για να ζητήσει την εκκένωση της κατάληψης, δεν είχαν κανένα άλλο στόχο από το να εξυπηρετήσουν τα κατασταλτικά σχέδια της κυβέρνησης για εκκένωση των καταλήψεων. Προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως συναινετικό λέγοντας ότι είχε απευθυνθεί μέσω επιστολής στους καταληψίες για να μην χρησιμοποιηθεί βία, τη στιγμή, που απεργαζόταν τα κατασταλτικά σχέδια σε συνεργασία με το υπουργείο δημόσιας τάξης και το δήμαρχο Καμίνη (με την υποτιθέμενη πρόταση του δήμου προς ΝΑΤ για παραχώρηση και αξιοποίηση του κτιρίου). Όλα τα προσχήματα περί αξιοποίησης του κτιρίου και οικονομικής ενίσχυσης του ταμείου ακούστηκαν τουλάχιστον φαιδρά. Η γελοιότητα του έφθασε στο σημείο να δεχθεί τη σκληρή αλήθεια ότι αντίθετα με αυτόν, οι καταληψίες φρόντισαν το κτίριο, που κινδύνευε με κατάρρευση. Παραδέχτηκε ότι από την εκκένωση και μετά το κτίριο παραμένει σφραγισμένο και ερειπωμένο. Η συγκεκριμένη κατάθεση ήρθε να επιβεβαιώσει τη θέση της κατάληψης, ότι οι κινήσεις του κρατικοδίαιτου υπάλληλου Φωτίου εκείνη τη χρονική περίοδο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από εκδούλευση προς τον υπουργό δημόσιας τάξης Δένδια, τίποτα παραπάνω από το προσωπικό του αντάλλαγμα σε σχέση με τις θέσεις, που έχει λάβει κατά καιρούς στον κρατικό μηχανισμό, τίποτα παραπάνω από την προσωπική του συμβολή στα κατασταλτικά σχέδια απονέκρωσης των κοινωνικών αντιστάσεων. Τον Φωτίου ακολούθησαν ως μάρτυρες κατηγορίας δύο μπάτσοι –ένας του Α.Τ. Ομόνοιας και ένας της κρατικής ασφάλειας-, οι οποίοι περιέγραψαν την τεράστια αστυνομική επιχείρηση, την προσαγωγή των συντρόφων και την πολύωρη κράτησή τους χωρίς να τους απαγγέλλονται κατηγορίες ή να τους ανακοινώνεται η σύλληψη τους -κάτι, που έγινε τελικά στις 6 τα ξημερώματα.
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι μάρτυρες υπεράσπισης (ένας σύντροφος και μια συντρόφισσα από την κατάληψη, ένας σύντροφος από τη συνέλευση της πλατείας Βικτωρίας, μια γειτόνισσα εργαζόμενη κοντά στην κατάληψη καθώς και ένας εργαζόμενος ασφαλισμένος στο ΝΑΤ). Από τις καταθέσεις των συντρόφων της κατάληψης αναδείχθηκε ο αυτοργανωμένος, αδιαμεσολάβητος, αντιιεραρχικός, αντιθεσμικός χαρακτήρας του εγχειρήματος της κατάληψης, η διασύνδεσή του με τους ευρύτερους κοινωνικούς και ταξικούς ακηδεμόνευτους αγώνες, καθώς και οι σχέσεις αλληλεγγύης, που είχαν αναπτυχθεί με τη γειτονιά. Παρουσιάστηκαν τα πολύ σημαντικά γεγονότα, που είχαν προηγηθεί της εισβολής –με την ανακατάληψη της Βίλας Αμαλίας τα ξημερώματα της ίδιας μέρας, την εισβολή της αστυνομίας και τη σύλληψη 92 συντρόφων-ισσών, την κατάληψη στα κεντρικά γραφεία του –τότε- συγκυβερνώντος κόμματος της ΔΗΜΑΡ και την προσαγωγή δεκάδων αλληλέγγυων, καθώς και τις αυθόρμητες πορείες και συγκεντρώσεις στο υπουργείο οικονομικών, στο Μοναστηράκι και στο Δημαρχείο Αθηνών- και αποτέλεσαν την αιτία να δρομολογηθεί άμεσα η προσχεδιασμένη κρατική επίθεση στην κατάληψη Σκαραμαγκά ως μέσο ανάσχεσης μιας διαρκούς αυξανόμενης κοινωνικής δυναμικής αλληλεγγύης στις καταλήψεις, που κορυφώθηκε το Σάββατο 12/1 με τη διαδήλωση 10.000 αγωνιζόμενων ανθρώπων. Επίσης παρουσιάστηκαν τα εγχειρήματα, που στεγάζονταν εντός της κατάληψης όπως τα εργαστήρια, οι υποδομές, η στεγαστική κολλεκτίβα, οι συνελεύσεις και οι ανοιχτές εκδηλώσεις. Οι κατηγορίες για τα όπλα κατέρρευσαν μιας και τα υποτιθέμενα μαχαίρια-όπλα δεν αποτελούσαν τίποτα άλλο από τον τυπικό «εξοπλισμό» μιας κουζίνας (στην περίπτωσή μας αναγκαίος και για τις συλλογικές κουζίνες που γινόντουσαν σε εβδομαδιαία βάση), ενώ η κροτίδα ήταν «εύρημα», που είχαν αφήσει πίσω τους οι μπάτσοι της ομάδας Δέλτα μετά από μια από τις επιθέσεις, που είχαν πραγματοποιήσει προς το κτίριο και είχαν καταγγελθεί δημόσια από την κατάληψη. Ο πρώτος σύντροφος από τη κατάληψη περιέγραψε και τη δική του εμπειρία από τη συγκεκριμένη μέρα, που περιλάμβανε την απαγωγή του από τους μπάτσους έξω από την κατάληψη και τη μεταφορά του στη ΓΑΔΑ, όπου παρέμεινε για πάνω από 12 ώρες πριν αφεθεί. Ο σύντροφος από την συνέλευση πλ. Βικτωρίας και η εργαζόμενη γειτόνισσα, ανέδειξαν τον ανοιχτό χαρακτήρα της κατάληψης, την οποία είχαν επισκεφτεί πολλές φορές για να συμμετάσχουν σε διάφορες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν (από πολιτικές εκδηλώσεις και προβολές, μέχρι συλλογικές κουζίνες και εργαστήρια σώματος) καθώς επίσης και τις σχέσεις, που είχαν αναπτυχθεί με μεγάλο κομμάτι της ευρύτερης γειτονιάς. Ο ασφαλισμένος στο ΝΑΤ απάντησε στο «ενδιαφέρον» του Φωτίου για την κατάσταση του ταμείου και την προσπάθειά του προέδρου να χειραγωγήσει το ΔΣ του ταμείου προς όφελος της καταστολής, παρουσίασε τις ευθύνες του κράτους και των εφοπλιστών για τη λεηλασία του ταμείου και δήλωσε ότι κανένας εργαζόμενος και ασφαλισμένος του ΝΑΤ δεν πληττόταν από την κατάληψη της Σκαραμαγκά.
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι «απολογίες» των συντροφισσών –μιας και ο ένας σύντροφος είναι ανήλικος και δικάζεται ξεχωριστά ενώ ο άλλος απουσίαζε και εκπροσωπούνταν από δικηγόρο-. Οι τρεις συντρόφισσες, που συμμετείχαν στη Σκαραμαγκά υπερασπίστηκαν την παρουσία τους στην κατάληψη και τις δραστηριότητές της, ανέδειξαν τα χαρακτηριστικά της κατάληψης, υπερασπίστηκαν τη συμμετοχή τους στο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα και πήραν θέση απέναντι στον πολιτισμό της εξουσίας και της εκμετάλλευσης, στο κράτος και τον καπιταλισμό, προωθώντας τον αγώνα για μια κοινωνία ελευθερίας και αλληλεγγύης χωρίς εξουσία πάνω στον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του προεδρείου να διακόψει το λόγο των συντροφισσών, παρακάμπτοντας την «ιερότητα» της απολογίας ακόμα και για τον αστικό δικαστικό πολιτισμό, αυτές απάντησαν κρατώντας την ψύχραιμη και αδιάλλακτη στάση που χαρακτηρίζει τους εξεγερμένους. Οι άλλες δύο συντρόφισσες δήλωσαν ότι βρέθηκαν στο κτίριο επειδή είχε ανοιχτό χαρακτήρα και μπορούσαν να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες, που πραγματοποιούνταν. Όλοι οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες.
Η συγκεκριμένη δίκη και η συγκέντρωση έξω από την αίθουσα υπήρξε ένα πολύ σημαντικό στιγμιότυπο του αγώνα για αλληλεγγύη στις καταλήψεις και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα καθώς και στον ευρύτερο κοινωνικό και ταξικό αγώνα. Η απόφαση επίσης ήταν αρκετά σημαντική μιας και κατέρρευσαν, ακόμα και δικαστικά, οι κατηγορίες της διατάραξης και της απείθειας. Το δικαστήριο αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι το κτίριο είχε εγκαταλειφθεί από το ΝΑΤ και καμία υπηρεσία δεν στεγαζόταν εκεί για πάνω από 10 χρόνια με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται το αδίκημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης. Επίσης το γεγονός ότι το έπεσαν και οι κατηγορίες για τα υπόλοιπα αδικήματα, οδήγησε στο να υπάρξει απαλλαγή και από την κατηγορία της απείθειας.
Όσες εισβολές και εκκενώσεις και αν πραγματοποιήσει το κράτος, οι καταλήψεις θα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση και ελευθερία. Απέναντι στην κοινωνική και ταξική λεηλασία, την κοινωνική απονέκρωση και τον εκφασισμό, που υπόσχεται και προωθεί η κυριαρχία, βρίσκονται και θα συνεχίσουν να βρίσκονται τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, οι κοινωνικές αντιστάσεις και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι. Στις καταλήψεις εξυφαίνονται τα «σχέδιά» μας για την κοινωνική ανατροπή και σκιαγραφούνται τα όνειρά μας για ένα κόσμο ελευθερίας και αλληλεγγύης. Και όπως δήλωσε μια από τις κατηγορούμενες συντρόφισσες της κατάληψης στην «απολογία» της: «Μπάτσοι, δικαστές, ανθρωποφύλακες, φασίστες, σεξιστές, ομοφοβικοί και ρατσιστές: μακριά από τις καταλήψεις μας!»