Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Γενάρη, ο 27χρονος μετανάστης από το Πακιστάν Σαχτζάτ Λουκμάν δολοφονήθηκε στα Άνω Πετράλωνα την ώρα που πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά του μαχαιρωμένος θανάσιμα από 2 χρυσαυγίτες νεοναζί που επέβαιναν σε μηχανή.
από την πορεία που πραγματοποιηθήκε το ίδιο απόγευμα στα Πετράλωνα
Το συγκεκριμένο περιστατικό κάθε άλλο παρά μεμονωμένο είναι. Από την προηγούμενη άνοιξη υπάρχει μια δραματική κλιμάκωση των ρατσιστικών επιθέσεων (που συμβαίνουν βέβαια με εξάρσεις και υφέσεις εδώ και 20 χρόνια) κατά μεταναστών, σε δρόμους, πλατείες, μέσα μαζικής μεταφοράς, μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Καθόλου τυχαία οι δολοφονικές επιθέσεις και τα πογκρόμ πραγματοποιούνται σε παραλληλία με τη σκλήρυνση της κρατικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής, με ομαδικούς πνιγμούς μεταναστών στα θαλάσσια σύνορα, καθημερινές απελάσεις, πολλαπλασιασμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης («χώροι κράτησης»), λυσσαλέο κυνηγητό των μικροπωλητών, διαρκείς αστυνομικές «επιχειρήσεις σκούπα» στο πλαίσιο του «Ξένιου Ζευς» συνοδευόμενες από τις «κατάλληλες περιποιήσεις» μέσα στα αστυνομικά τμήματα.
Με την είσοδο στην αστική περίοδο, στη λεγόμενη νεωτερικότητα, στο έθνος-κράτος, στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, ο ρατσισμός (που είχε αναδυθεί στην αμέσως προηγούμενη φάση της αποικιοκρατίας με την κατάκτηση των «νέων κόσμων») εντάσσεται επίσημα στους κρατικούς μηχανισμούς και εγγράφεται ως θεμελιώδης τεχνική της εξουσίας. Πρόκειται για μια τεχνική που εισάγει τη διατίμηση της ζωής, μια τομή ανάμεσα στον αξιοβίωτο και μη-αξιοβίωτο βίο. Σκοπός δεν είναι απλώς η εντατικότερη εκμετάλλευση αλλά ο συνολικός υποβιβασμός -μέχρι του σημείου της εξόντωσης- εκείνων που καταχωρούνται ως «άλλοι», εν προκειμένω ως «ξένοι».
Η εξόντωση δεν περιλαμβάνει μόνο πρακτικές άμεσης θανάτωσης αλλά και έμμεσης καταδίκης ή έκθεσης σε θάνατο, όπως η υποδούλωση, η αιχμαλωσία, η εξορία στην αορατότητα των ανθρώπων-σκιών, ο κοινωνικός θάνατος, η αφαίρεση της κοινωνικής υπόστασης της ζωής και του υποβιβασμού της σε απλό έμβιο γεγονός, η στέρηση των μέσων διαβίωσης και κάθε «δικαιώματος».
Η «κατάσταση εξαίρεσης» που ισχύει (έχει επιβληθεί) για τους μετανάστες, τους απογυμνώνει από κάθε ανθρώπινη και κοινωνική ιδιότητα και χαρακτηριστικό και έχει μετατρέψει την ύπαρξη τους σε ένα απλό αδιάφορο έμβιο γεγονός στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Δε διατάσσεται από την πολιτεία η επίσημη θυσία ή εκτέλεσή τους αλλά η ζωή τους είναι εκτεθειμένη στο θάνατο. Εκτεθειμένη στο φόνο που δε λογίζεται ως ανθρωποκτονία, αφού τα θύματα έχοντας εξαιρεθεί από το πεδίο της κοινωνικής ζωής φτάνουν να εξαιρούνται μέχρι και από το «δικαίωμα» της φυσικής ζωής. Πρόκειται για το υπόστρωμα πάνω στο οποίο εκδηλώνονται τα αίσχη των μπάτσων και τα μαχαίρια των φασιστών.
Η «κατάσταση εξαίρεσης», βέβαια, που περιβάλλει ολοκληρωτικά τους μετανάστες, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αλλά επιδιώκει προοπτικά να συμπεριλάβει όλες τις φιγούρες-εκδοχές των «άλλων» που δεν αντιστοιχούν στις νόρμες και την κανονικότητα του συστήματος: τσιγγάνους, άστεγους, τοξικοεξαρτημένους, ομοφυλόφιλους, μειονοτικούς, ηλικιωμένους, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, άνομους…
Ως συνολική στρατηγική της εξουσίας, η εξόντωση διεξάγεται με όρους «φυσικής επιλογής» στο πλαίσιο του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου «κοινωνικού δαρβινισμού»: όσοι/ες δεν αναπτύσσουν τις απαραίτητες ικανότητες, δεν προσπαθούν επαρκώς να ανταποκριθούν και να ενσωματωθούν, δεν προσαρμόζονται επιτυχώς στις διαρκείς μεταβολές και μεγιστοποιούμενες απαιτήσεις του συστήματος, δεν είναι πειθαρχημένοι και αποδοτικοί, τείνουν να αποβάλλονται ως παρείσακτοι και να περιθωριοποιούνται, μέχρι του σημείου αφανισμού τους. Μαζί και όλοι εκείνοι και εκείνες που επιλέγουν τους δρόμους της αντίστασης και όχι της υποταγής στις κυρίαρχες επιλογές.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «το κράτος οπλίζει και οι φασίστες εκτελούν». Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι οι «από κάτω» σιωπούν. Και εξοργίζονται μόνο όταν αφαιρεθεί η ζωή κάποιου ή κάποιας που ανήκει στους «κανονικούς», στους «αποδεκτούς», όπως με την αστυνομική δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκέμβρη 2008. Ακόμα και έμμεσα, ακόμα και παθητικά, συμμετέχουμε κι εμείς οι ίδιοι στη ρατσιστική διατίμηση της ζωής, αποδεχόμενοι δια της σιωπής και της στάσης μας την ύπαρξη μη-αξιοβίωτων βίων.