Το μόνιμο «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» έχει εγκαθιδρυθεί για τα καλά, δίδυμο αδερφάκι του καπιταλισμού-σε-κρίση. Η κρατική καταστολή, με τις καθημερινές επιχειρήσεις «σκούπα», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, τη μηδενική ανοχή σε κάθε κοινωνική αντίσταση, έχει ενταθεί. Οι φασιστικές επιθέσεις έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό πλέον φονικότητας ενώ συστήνονται και επίσημα τα σύγχρονα «τάγματα ασφαλείας-εφόδου». Το φθινόπωρο, με τον νέο γύρο σκληρών ταξικών-αντικοινωνικών μέτρων, προβλέπεται θερμό από όλες τις απόψεις. Η σωστή ερμηνεία της συγκυρίας και των δεδομένων της, η συσπείρωση των δυνάμεων, η ανάληψη πρωτοβουλιών λόγου και δράσης σε κάθε κοινωνικό χώρο και μέτωπο αγώνα, η διασπορά των προταγμάτων μας, η δημιουργία κοινών τόπων ανταλλαγής εκτιμήσεων και παραγωγής κοινών προσανατολισμών δράσης, κρίνονται αναγκαία όσο ποτέ.
Στο Μοναστηράκι, χθες Σάββατο 1η Σεπτέμβρη, συγκεντρωθήκαμε περισσότεροι από 1500 άνθρωποι, επιχειρήσαμε να κινηθούμε μέσω της Ερμού προς το Σύνταγμα για να συναντήσουμε απευθείας αστυνομικό φράγμα πολλών διμοιριών, κινηθήκαμε τελικά μέσω της Αθηνάς προς Ομόνοια περικυκλωμένοι περιμετρικά από τα ΜΑΤ, στην οδό Σταδίου βρεθήκαμε αντιμέτωποι με νέο αστυνομικό φράγμα από κλούβες και διμοιρίες, κάναμε τον κύκλο της Ομόνοιας και μέσω της Αθήνας επιστρέψαμε στο Μοναστηράκι, όπου παραμείναμε συγκεντρωμένοι μέχρι τις 9 το βράδυ.
Με την ευαισθησία της εξέγερσης, το πείσμα της ανυποταγής, τη δύναμη της αλληλεγγύης, το όραμα της κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης, να σταθούμε στο ύψος των καιρών, να ατενίσουμε χωρίς φόβο τις σκοτεινές γραμμές των οριζόντων, να ανοίξουμε δρόμο προχωρώντας.
Κείμενο που μοιραζόταν χθες από πρωτοβουλία συντρόφων και συντοφισσών:
ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ-ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το κράτος εξαπέλυσε τον τελευταίο μήνα μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία οργανωμένων πογκρόμ εναντίον των πιο ευάλωτων και υποτιμημένων κοινωνικών κομματιών (μετανάστες, εκδιδόμενες, τρανς, τσιγγάνοι, τοξικοεξαρτημένοι) με το οργουελιανής έμπνευσης όνομα «Ξένιος Ζευς». 14.897 προσαγωγές και 2.101 συλλήψεις μεταναστών, εκατοντάδες συλλήψεις «ντόπιων» και μεταναστριών εκδιδόμενων, καταναγκαστικές εξετάσεις για HIV, εκτοπίσεις μεταναστών χωρίς χαρτιά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκκενώσεις καταυλισμών τσιγγάνων συνθέτουν την πιο εφιαλτική φάση της καπιταλιστικής επίθεσης των τελευταίων τριών ετών και της δημιουργίας ενός κράτους διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μαζί με τις κρατικές συμμορίες επέδραμαν και τα παρακρατικά τάγματα ασφαλείας των φασιστών με τη δολοφονία νεαρού Μαροκινού στο κέντρο της Αθήνας στις 12 Αυγούστου και εκατοντάδες δολοφονικές επιθέσεις και τραυματισμούς μεταναστών απ’ άκρη σε άκρη της ελληνικής επικράτειας.
Η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης με την τεράστια αύξηση της ανεργίας έχουν κάνει όλο και περισσότερους ντόπιους και –κυρίως– μετανάστες προλετάριους περίσσιους και άχρηστους για τις τρέχουσες ανάγκες της καπιταλιστικής μηχανής. Η απαξίωση κεφαλαίου και εργατικής δύναμης, η υποτίμηση της εργασίας και της ανθρώπινης ζωής, η συνεχιζόμενη πολιτική λεηλασίας και μιας νέας «πρωταρχικής συσσώρευσης» αποτελούν τις κύριες μορφές διαχείρισης της κρίσης και, ενδεχομένως, τις βάσεις για τη μελλοντική ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, λόγω της εντεινόμενης εξαθλίωσης και περιθωριοποίησης τους, αρκετοί προλετάριοι –μετανάστες και μη– στρέφονται σε παράνομες δραστηριότητες προκειμένου να επιβιώσουν (ναρκωτικά, τσιγάρα, μικρεμπόριο χωρίς άδεια, πορνεία, κλοπές, ληστείες), οι οποίες ωστόσο εξαπλώνονται επίσης, γιατί σε περιόδους κρίσης το ίδιο το κεφάλαιο στρέφεται σε αυτές λόγω των υψηλότερων περιθωρίων κέρδους που αποφέρουν.
Το καπιταλιστικό κράτος και τα ΜΜΕ ως ιδεολογικός μηχανισμός της καπιταλιστικής κυριαρχίας αξιοποιούν αυτές τις συμπεριφορές, που είναι προϊόντα της κανονικής λειτουργίας της καπιταλιστικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ποινικοποιούν οποιονδήποτε εναλλακτικό τρόπο επιβίωσης (συλλογή σκραπ, φανάρια) –πέραν του ότι η ίδια η ύπαρξη όσων δεν έχουν χαρτιά είναι εξ ορισμού ποινικοποιημένη– με στόχο τη συνολική εγκληματοποίηση και δαιμονοποίηση των περιθωριοποιημένων κομματιών (μετανάστες, εκδιδόμενες, κλπ), την εκ νέου ανακάλυψη των «επικίνδυνων τάξεων» και την κατασκευή της σύγχρονης φιγούρας του «εσωτερικού εχθρού». Άλλωστε, η ποινικοποίηση των όποιων εναλλακτικών δραστηριοτήτων επιβίωσης των εξαθλιωμένων αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισμού βασικό μοχλό επιβολής της καπιταλιστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, εντάσσουν σε αυτή τη φιγούρα και όλους όσοι αντιστέκονται και αγωνίζονται: υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τη διαπόμπευση των 4 συλληφθέντων συντρόφων της 12ης Φλεβάρη και τη δημοσίευση των φωτογραφιών τους με το διασυρμό-στιγματισμό των «οροθετικών» και τα πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες. Ο σύγχρονος βιοπολιτικός έλεγχος με πρόσχημα τον εξοβελισμό του «κινδύνου» προωθεί την ιδεολογία της «ασφάλειας» σε ευρεία κοινωνικά στρώματα τα οποία έχει καταδικάσει στην μεγαλύτερη ανασφάλεια ως προληπτικό μέτρο ελέγχου του δυνητικά εξεγερμένου πληθυσμού, πατώντας και στο γεγονός ότι η «ασφάλεια» διατυπώνεται ως αίτημα από αντιδραστικά μορφώματα όπως οι επιτροπές κατοίκων τύπου Αγ. Παντελεήμονα, ή διάφορους συλλόγους κατοίκων/καταστηματαρχών. Το κράτος προσπαθεί να στρέψει το διάχυτο φόβο αλλά και την οργή που πηγάζουν από την κρίση σε φόβο, απάθεια ή «κανιβαλισμό» ενάντια στα πιο ευάλωτα και υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας, επιχειρώντας την ανασυγκρότηση του «εθνικού κορμού» κάτω από τις προστατευτικές του φτερούγες, στη βάση των παραδοσιακών αξιών «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ενάντια στον κατασκευασμένο «εσωτερικό εχθρό». Στόχος είναι η όξυνση του κατακερματισμού και της διαίρεσης της εργατικής τάξης αλλά και η πειθάρχησή και η αποδοτικότερη εκμετάλλευση όσων προλετάριων συνεχίζουν να εργάζονται και ειδικά των μεταναστών.
Έτσι, επιχειρείται η εμπέδωση ενός κράτους έκτακτης ανάγκης που καταστέλλει με τα ΜΑΤ την πολύμηνη απεργία των χαλυβουργών, ρίχνει πλαστικές σφαίρες στους κατοίκους της Χαλκιδικής που εναντιώνονται στα ορυχεία χρυσού, καταστρέφει τους καταυλισμούς των ρομά στο Αιτωλικό και τον Βοτανικό και σφραγίζει με τη βία την κατειλημμένη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης.
Οι παρακρατικές φασιστικές συμμορίες συμμετέχουν στα πογκρόμ και γενικότερα στη στρατηγική του κράτους έκτακτης ανάγκης αναλαμβάνοντας να κάνουν τη βρόμικη δουλειά με την οργάνωση εκατοντάδων δολοφονικών επιθέσεων. Η ρατσιστική ρητορεία τους είναι ήδη νομιμοποιημένη στην αλλοτριωμένη δημόσια σφαίρα των ΜΜΕ και της λεγόμενης «κοινής γνώμης» καθώς την έχει υιοθετήσει ένα μεγάλο κομμάτι του φάσματος του πολιτικού συστήματος ενώ επιχειρούν να καταλάβουν το δημόσιο χώρο σε όλη την ελληνική επικράτεια. Έτσι, με το πρόσχημα του αποτρόπαιου βιασμού και κακοποίησης της 15χρονης κοπέλας στην Πάρο από έναν Πακιστανό άνδρα, κάποιες φασιστικές ιντερνετικές περσόνες και ομάδες καλούν το Σάββατο 1/9 σε κεντρικό σημείο της πόλης με στόχο να κατοχυρώσουν τη παρουσία τους στο δημόσιο χώρο, και ειδικότερα σε έναν χώρο όπου τα τελευταία χρόνια έχουν διαδραματιστεί σημαντικές ταξικές συγκρούσεις ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου και του κράτους. Με στόχο δηλαδή να σφετεριστούν τον χώρο και να τον χρησιμοποιήσουν για τις απάνθρωπες δολοφονικές τους πρακτικές. Ταυτόχρονα, επιχειρούν να διατηρήσουν και να ενισχύσουν το κρατικό σχέδιο για τη δαιμονοποίηση και την εγκληματοποίηση των μεταναστών.
Προβάλλοντας τη φιγούρα του μετανάστη ως «εκ φύσεως βιαστή και δολοφόνου» συσκοτίζουν τη διάχυτη βία που ασκείται στα σώματα των γυναικών μέσα στον έμφυλο καταμερισμό ρόλων και εργασίας της καπιταλιστικής πατριαρχικής κοινωνίας ξεκινώντας συχνά από το στενό οικογενειακό περιβάλλον (πολλές φορές ακόμα και των πιο καθώς πρέπει οικογενειών) και φτάνοντας μέχρι τα σκοτεινά δωμάτια όπου βρίσκονται έγκλειστες δούλες μετανάστριες εκδιδόμενες. Η εκμετάλλευση και η καταπίεση των γυναικών τόσο μέσα στην απλήρωτη εργασία του νοικοκυριού όσο και στο εργοστάσιο, το γραφείο ή το πορνείο αποτελεί βασικό όρο ύπαρξης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος στο σύνολό του. Οι βιασμοί που συχνά δεν καταγράφονται καν αποτελούν ένα από τα βασικά μέσα για την εμπέδωση και την κυριαρχία της έμφυλης οργάνωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Απ’ αυτή τη σκοπιά η προβολή της φιγούρας του «μετανάστη-βιαστή» που επιχειρούν οι μισάνθρωποι φασίστες δεν έχει παρά τη λειτουργία της συσκότισης και της αναπαραγωγής της συνθήκης αυτής.
Παράλληλα, η αναπαράσταση του άνδρα μετανάστη ως κατ’ εξοχήν βίαιου αποσκοπεί στην αποκλειστική ταύτιση της ελληνικής ανδρικής ιδιότητας με την ανθρώπινη ιδιότητα και στην κατοχύρωση της προνομιακής θέσης των Ελλήνων ανδρών στο μονοπώλιο της βίας εναντίον των γυναικών, βία που προκύπτει ως φυσικοποιημένη και για αυτό αόρατη. Μια προνομιακή θέση συνώνυμη και υποδειγματική του Έλληνα άνδρα που τη μια στιγμή μπορεί να μοιράζει σφαλιάρες στη γυναίκα «του» και την άλλη να παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της κακοποιημένης από κάποιον «ξένο» γυναίκας «του». Μαζί όμως με την ανάδειξη του αναγκαίου προστάτη της οικογένειας (και κατ’ επέκταση προστάτη του έθνους) αποκρύπτεται ότι η έμφυλη βία δεν είναι το «πολιτιστικό κουσούρι» κάποιον «άλλων, ξένων, εισβολέων» αλλά η καθημερινή βία που έχει πολύ μεγάλη ιστορία στην κάλυψη των εγχώριων ανδρικών ελληνικών «αναγκών». Οι νταήδες λοιπόν επιλέγουν να μιλήσουν για τους βιασμούς μόνο όταν οι θύτες είναι παιδιά του ελληνικού έθνους, άρα «εξορισμού» αθώοι (πολλές φορές τους κάνουν και ολόκληρα χωριά τις πλάτες), και η δημοσιοποίηση του γεγονότος γίνεται από γυναίκα που η τάξη ή τα σπαστά ελληνικά της την καθιστούν «εξορισμού» ένοχη, ή όταν οι θύτες είναι μετανάστες και άρα a priori ένοχοι. Το διακύβευμα, λοιπόν, δεν είναι τίποτα λιγότερο από το ίδιο το έθνος και τη μελλοντική του επιβίωση, τίποτα λιγότερο από την αναζωογόνηση του ιδεολογήματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», τίποτα λιγότερο από τη νομιμοποίηση των λιντσαρισμάτων.
Από την άλλη μεριά, οι «ακραίες» δράσεις των φασιστικών παρακρατικών συμμοριών αξιοποιούνται για τη νομιμοποίηση της επίσημης πολιτικής του κράτους που παρουσιάζεται ως νόμιμη, θεσμική και αναγκαία, και η οποία κάνοντας στην άκρη τους «ακραίους» έρχεται τελικά να «λύσει» το «πρόβλημα». Έτσι, επιχειρείται η ενίσχυση και η επανανομιμοποίηση του καπιταλιστικού κράτους και του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος που παρουσιάζεται ως εγγυητής της ομαλότητας και της κοινωνικής ειρήνης. Το κράτος που έχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας εκμεταλλεύεται τη συγκυρία για να προωθήσει την εγκληματοποίηση της ταξικής βίας ενάντια στο κεφάλαιο πίσω από την καταδίκη της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Φυσικά, πρόκειται περί φτηνής ιδεολογίας καθώς κανείς δεν έχει αγγίξει τους δράστες των φασιστικών επιθέσεων των τελευταίων μηνών. Η σχέση δημοκρατίας και φασισμού ως διαφορετικές πολιτικές μορφές του ίδιου περιεχομένου –του κεφαλαίου– συσκοτίζεται. Όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν το καπιταλιστικό κράτος περνάει από τη μία μορφή στην άλλη όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα. Καθώς οι φασίστες αποτελούν πλέον υπολογίσιμη δύναμη παίζοντας το ρόλο του «μακριού χεριού» του κράτους στο επίπεδο του δρόμου, οφείλουμε να τους αντιμετωπίσουμε στην πράξη ριζικά, ενεργά και με αποφασιστικότητα τόσο στο αστικό πεδίο της καθημερινής ζωής όσο και μέσα στους κοινωνικούς αγώνες που σίγουρα θα ξεσπάσουν μέσα στους επόμενους μήνες.
Ο αγώνας ενάντια στη φασιστική τρομοκρατία και τα αστυνομικά πογκρόμ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος. Σπάζοντας το μονόλογο της εξουσίας που επιχειρεί να δαιμονοποιήσει τα πιο αδύναμα κοινωνικά κομμάτια και τις συναθροίσεις τους, αψηφώντας τις σειρήνες του ηθικού πανικού ενάντια στον υποτιθέμενο «εσωτερικό εχθρό» και κερδίζοντας εκ νέου το δημόσιο χώρο που μας ανήκει, αγωνιζόμαστε να ξεπεράσουμε τους διαχωρισμούς που θέλουν να μας επιβάλλουν ώστε όλοι μαζί «ντόπιοι» και μετανάστες να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο χωρίς κράτος και αφεντικά, χωρίς σύνορα και εκμετάλλευση, χωρίς τις ιεραρχίες, τη βία και τους καταναγκασμούς της πατριαρχίας.
ΚΟΙΝΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ και «ΝΤΟΠΙΩΝ» ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΠΟΓΚΡΟΜ
Πρωτοβουλία ενάντια στην κρατική-φασιστική τρομοκρατία