«…Τέτοια είναι και η εποχή μας. Ο κόσμος συγκλονίζεται και απειλεί να βουλιάξει, αυτός ο κόσμος που, για μεγαλύτερη ειρωνεία, είναι το προϊόν της βούλησης μας, της προμηθεϊκής μας απόπειρας για κυριαρχία. Πρόκειται για πλήρη χρεοκοπία. Δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, οι ολοκληρωτικές δικτατορίες και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μας άνοιξαν επιτέλους τα μάτια, για να μας αποκαλύψουν ωμα το είδος του τέρατος που είχαμε αναπαράγει και γαλουχήσει με καμάρι.
Έφτασε η στιγμή να αποχαιρετήσουμε το 19ο αιώνα, εκείνον τον υπέροχο 19ο αιώνα, με τον Στήβενσον και την ατμομηχανή του, τον ηλεκτρισμό του, την σθεναρή καπιταλιστική οικονομία του, την κοσμική του αισιοδοξία. Αυτόν τον αιώνα όπου όλα τα δεινά της ανθρωπότητας θα επιλύονταν με τη βοήθεια της Επιστήμης και της Προόδου των Ιδεών, όπου οι άνθρωποι βάφτιζαν τα παιδιά τους Φωτεινή και Ελευθερία και όπου δημιουργούνταν συνοικιακές βιβλιοθήκες που ονομάζονταν Μυς και Εγκέφαλος.
Ο 20ος αιώνας περίμενε κουλουριασμένος σαν ένας τύπος που μια νύχτα επιτέθηκε σε ένα ζευγάρι ερωτευμένων κάπως κακόγουστων. Περίμενε, με το μηχανοποιημένο μακελειό του, την μαζική δολοφονία των εβραίων, τη χρεοκοπία κοινοβουλευτικού συστήματος, το τέλος του οικονομικού φιλελευθερισμού, την διάψευση των ελπίδων και το φόβο. Όσο για την Επιστήμη, που θα έδινε λύση σε όλα τα προβλήματα του ουρανού και της γης, είχε χρησιμεύσει για να διευκολύνει την κρατική συγκέντρωση και ενώ από την μια πλευρά η επιστημολογική κρίση μετρίαζε την έπαρση της, από την άλλη έμπαινε στην υπηρεσία της καταστροφής και του θανάτου. Κι έτσι μάθαμε με τρόπο βάναυσο μια αλήθεια που έπρεπε να είχαμε προβλέψει, δεδομένης της αμοραλιστής ουσίας της επιστημονικής γνώσης: πως η επιστήμη δεν αποτελεί από μόνη της εγγύηση για τίποτα, γιατί μπροστά στην πραγματοποίηση των επιτευγμάτων της οι ηθικές ανησυχίες της είναι απούσες.
Απέναντι στο καπιταλιστικό χάος εμφανίστηκε το σοσιαλιστικό κίνημα, όμως σύντομα απέκτησε τις ιδιότητες του αιώνα που ήθελε να πολεμήσει: η Επιστήμη και η Μηχανή μετατράπηκαν σε θεούς προστάτες και τον «ουτοπικό» σοσιαλισμό του Όουεν, του Φουριέ και του Σεν-Σιμόν διαδέχτηκε ο «επιστημονικός» σοσιαλισμός του Μαρξ. Και κατά τον τρόπο αυτόν, η συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας μέσω της επιστήμης και της οικονομίας οδήγησε στα υπερκράτη που βασίζονται στη μηχανή και στην κεφαλαιοποίηση.
Αυτή η κρίση δεν είναι μόνο κρίση του καπιταλιστικού συστήματος: είναι το τέλος αυτής της αντίληψης της ζωής και του ανθρώπου, που εμφανίστηκε στη Δύση με την Αναγέννηση. Σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να κατανοήσουμε αυτή την κατάρρευση, αν δεν εξετάσουμε την ουσία του αναγεννησιακού πολιτισμού.
Έτσι όπως έχει επισημάνει ο Μπερντιάγιεφ, η Αναγέννηση δημιουργήθηκε μέσα από τρεις αντινομίες:
1 Υπήρξε ένα ατομιστικό κίνημα που κατέληξε στη μαζικοποίηση.
2 Υπήρξε ένα νατουραλιστικό κίνημα που κατέληξε στη μηχανή.
3 Υπήρξε ένα ανθρωπιστικό κίνημα που κατέληξε απανθρωποποίηση.
Οι οποίες δεν είναι παρά οι όψεις μιας και μοναδικής γιγαντιαίας αντινομίας: Η απανθρωποποίηση της ανθρωπότητας.
Αυτή η αντινομία, της οποίας τις τελευταίες και τραγικότερες επιπτώσεις αφιστάμεθα σήμερα, υπήρξε το αποτέλεσμα δυο δυναμικών και αμοραλιστικών δυνάμεων: του χρήματος και του ορθού λόγου. Με αυτές ο άνθρωπος κατακτά την κοσμική εξουσία. Όμως -και εδώ βρίσκεται η ρίζα της αντινομίας- αυτή η κατάκτηση γίνεται μέσω της αφαίρεσης: από τη ράβδο χρυσού μέχρι το clearing, από το μοχλό μέχρι το λογάριθμο, η ιστορία της αυξανόμενης κυριαρχίας του ανθρώπου επί του σύμπαντος υπήρξε επίσης η ιστορία των διαδοχικών αφαιρέσεων. Ο μοντέρνος καπιταλισμός και η θετική επιστήμη είναι τα δυο πρόσωπα μιας ίδιας πραγματικότητας, στερημένης από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μιας αφηρημένης φαντασμαγορίας της οποίας μέρος αποτελεί επίσης ο άνθρωπος, όχι όμως πια ο συγκεκριμένος και εξατομικευμένος άνθρωπος αλλά ο άνθρωπος-μάζα, αυτό το παράξενο ον με ανθρώπινη ακόμα όψη, με μάτια και δάκρυα, φωνή και συναισθήματα, αλλά στην πραγματικότητα γρανάζι ενός γιγαντιαίου ανώνυμου μηχανισμού. Αυτή είναι η αντιφατική μοίρα εκείνου του αναγεννησιακού ημίθεου που διεκδίκησε την ατομικότητα του, διακηρύσσοντας τη βούληση του για κυριαρχία και μεταμόρφωση των πραγμάτων. Αγνοούσε πως και εκείνος έμελλε να μεταμορφωθεί σε πράγμα.
Άνθρωποι όπως ο Πασκάλ, ο Ουίλιαμ Μπλεικ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μποντλέρ, ο Λοτρεαμόν, ο Κίρκεγκορ και ο Νίτσε διαισθάνθηκαν πως κάτι τραγικό κυοφορούνταν εν μέσω του οπτιμισμού. Όμως ο Μεγάλος Μηχανισμός συνέχισε μπροστά. Συντετριμμένος, ο άνθρωπος αισθάνθηκε τελικά να βρίσκεται μέσα σε ένα ακατανόητο σύμπαν, του οποίου τους σκοπούς δεν γνώριζε και του οποίου οι Αφέντες, αθέατοι και βάναυσοι, τον γέμιζαν με τρόμο. Καλύτερα απ τον καθένα ο Φραντς Κάφκα εξέφρασε το αίσθημα εγκατάλειψης του ανθρώπου της εποχής μας. Και παρόλο που η μοναξιά του ανθρώπου είναι αιώνια, όχι κοινωνιολογική αλλά μεταφυσική, μόνο μια κοινωνία σαν αυτή μπορούσε να την αποκαλύψει σε όλο της το μεγαλείο. Έτσι όπως μερικά τέρατα μπορούν να γίνουν μετά βίας αντιληπτά μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, η μοναξιά του ανθρώπινου πλάσματος έπρεπε να αποκαλυφθεί σε όλη της την τρομακτική φιγούρα σε τούτο το λυκόφως του μηχανιστικού πολιτισμού».
Έφτασε η στιγμή να αποχαιρετήσουμε το 19ο αιώνα, εκείνον τον υπέροχο 19ο αιώνα, με τον Στήβενσον και την ατμομηχανή του, τον ηλεκτρισμό του, την σθεναρή καπιταλιστική οικονομία του, την κοσμική του αισιοδοξία. Αυτόν τον αιώνα όπου όλα τα δεινά της ανθρωπότητας θα επιλύονταν με τη βοήθεια της Επιστήμης και της Προόδου των Ιδεών, όπου οι άνθρωποι βάφτιζαν τα παιδιά τους Φωτεινή και Ελευθερία και όπου δημιουργούνταν συνοικιακές βιβλιοθήκες που ονομάζονταν Μυς και Εγκέφαλος.
Ο 20ος αιώνας περίμενε κουλουριασμένος σαν ένας τύπος που μια νύχτα επιτέθηκε σε ένα ζευγάρι ερωτευμένων κάπως κακόγουστων. Περίμενε, με το μηχανοποιημένο μακελειό του, την μαζική δολοφονία των εβραίων, τη χρεοκοπία κοινοβουλευτικού συστήματος, το τέλος του οικονομικού φιλελευθερισμού, την διάψευση των ελπίδων και το φόβο. Όσο για την Επιστήμη, που θα έδινε λύση σε όλα τα προβλήματα του ουρανού και της γης, είχε χρησιμεύσει για να διευκολύνει την κρατική συγκέντρωση και ενώ από την μια πλευρά η επιστημολογική κρίση μετρίαζε την έπαρση της, από την άλλη έμπαινε στην υπηρεσία της καταστροφής και του θανάτου. Κι έτσι μάθαμε με τρόπο βάναυσο μια αλήθεια που έπρεπε να είχαμε προβλέψει, δεδομένης της αμοραλιστής ουσίας της επιστημονικής γνώσης: πως η επιστήμη δεν αποτελεί από μόνη της εγγύηση για τίποτα, γιατί μπροστά στην πραγματοποίηση των επιτευγμάτων της οι ηθικές ανησυχίες της είναι απούσες.
Απέναντι στο καπιταλιστικό χάος εμφανίστηκε το σοσιαλιστικό κίνημα, όμως σύντομα απέκτησε τις ιδιότητες του αιώνα που ήθελε να πολεμήσει: η Επιστήμη και η Μηχανή μετατράπηκαν σε θεούς προστάτες και τον «ουτοπικό» σοσιαλισμό του Όουεν, του Φουριέ και του Σεν-Σιμόν διαδέχτηκε ο «επιστημονικός» σοσιαλισμός του Μαρξ. Και κατά τον τρόπο αυτόν, η συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας μέσω της επιστήμης και της οικονομίας οδήγησε στα υπερκράτη που βασίζονται στη μηχανή και στην κεφαλαιοποίηση.
Αυτή η κρίση δεν είναι μόνο κρίση του καπιταλιστικού συστήματος: είναι το τέλος αυτής της αντίληψης της ζωής και του ανθρώπου, που εμφανίστηκε στη Δύση με την Αναγέννηση. Σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να κατανοήσουμε αυτή την κατάρρευση, αν δεν εξετάσουμε την ουσία του αναγεννησιακού πολιτισμού.
Έτσι όπως έχει επισημάνει ο Μπερντιάγιεφ, η Αναγέννηση δημιουργήθηκε μέσα από τρεις αντινομίες:
1 Υπήρξε ένα ατομιστικό κίνημα που κατέληξε στη μαζικοποίηση.
2 Υπήρξε ένα νατουραλιστικό κίνημα που κατέληξε στη μηχανή.
3 Υπήρξε ένα ανθρωπιστικό κίνημα που κατέληξε απανθρωποποίηση.
Οι οποίες δεν είναι παρά οι όψεις μιας και μοναδικής γιγαντιαίας αντινομίας: Η απανθρωποποίηση της ανθρωπότητας.
Αυτή η αντινομία, της οποίας τις τελευταίες και τραγικότερες επιπτώσεις αφιστάμεθα σήμερα, υπήρξε το αποτέλεσμα δυο δυναμικών και αμοραλιστικών δυνάμεων: του χρήματος και του ορθού λόγου. Με αυτές ο άνθρωπος κατακτά την κοσμική εξουσία. Όμως -και εδώ βρίσκεται η ρίζα της αντινομίας- αυτή η κατάκτηση γίνεται μέσω της αφαίρεσης: από τη ράβδο χρυσού μέχρι το clearing, από το μοχλό μέχρι το λογάριθμο, η ιστορία της αυξανόμενης κυριαρχίας του ανθρώπου επί του σύμπαντος υπήρξε επίσης η ιστορία των διαδοχικών αφαιρέσεων. Ο μοντέρνος καπιταλισμός και η θετική επιστήμη είναι τα δυο πρόσωπα μιας ίδιας πραγματικότητας, στερημένης από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μιας αφηρημένης φαντασμαγορίας της οποίας μέρος αποτελεί επίσης ο άνθρωπος, όχι όμως πια ο συγκεκριμένος και εξατομικευμένος άνθρωπος αλλά ο άνθρωπος-μάζα, αυτό το παράξενο ον με ανθρώπινη ακόμα όψη, με μάτια και δάκρυα, φωνή και συναισθήματα, αλλά στην πραγματικότητα γρανάζι ενός γιγαντιαίου ανώνυμου μηχανισμού. Αυτή είναι η αντιφατική μοίρα εκείνου του αναγεννησιακού ημίθεου που διεκδίκησε την ατομικότητα του, διακηρύσσοντας τη βούληση του για κυριαρχία και μεταμόρφωση των πραγμάτων. Αγνοούσε πως και εκείνος έμελλε να μεταμορφωθεί σε πράγμα.
Άνθρωποι όπως ο Πασκάλ, ο Ουίλιαμ Μπλεικ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μποντλέρ, ο Λοτρεαμόν, ο Κίρκεγκορ και ο Νίτσε διαισθάνθηκαν πως κάτι τραγικό κυοφορούνταν εν μέσω του οπτιμισμού. Όμως ο Μεγάλος Μηχανισμός συνέχισε μπροστά. Συντετριμμένος, ο άνθρωπος αισθάνθηκε τελικά να βρίσκεται μέσα σε ένα ακατανόητο σύμπαν, του οποίου τους σκοπούς δεν γνώριζε και του οποίου οι Αφέντες, αθέατοι και βάναυσοι, τον γέμιζαν με τρόμο. Καλύτερα απ τον καθένα ο Φραντς Κάφκα εξέφρασε το αίσθημα εγκατάλειψης του ανθρώπου της εποχής μας. Και παρόλο που η μοναξιά του ανθρώπου είναι αιώνια, όχι κοινωνιολογική αλλά μεταφυσική, μόνο μια κοινωνία σαν αυτή μπορούσε να την αποκαλύψει σε όλο της το μεγαλείο. Έτσι όπως μερικά τέρατα μπορούν να γίνουν μετά βίας αντιληπτά μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, η μοναξιά του ανθρώπινου πλάσματος έπρεπε να αποκαλυφθεί σε όλη της την τρομακτική φιγούρα σε τούτο το λυκόφως του μηχανιστικού πολιτισμού».
ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ – Άνθρωποι και γρανάζια 1951