…σε όσους διώκονται για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα.
“Στις 5 Οκτώβρη, στην ειδική αίθουσα δικαστηρίου στις φυλακές Κορυδαλλού, ξεκινά η δίκη της υπόθεσης του Επαναστατικού Αγώνα. Δικάζονται οι αγωνιστές Νίκος Μαζιώτης, Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς (οι οποίοι έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την οργάνωση) και οι Σαράντος Νικητόπουλος, Βαγγέλης Σταθόπουλος, Χριστόφορος Κορτέσης (που αρνούνται τις κατηγορίες, προφυλακίστηκαν για 12 μήνες και αφέθηκαν προσωρινά ελεύθεροι με βούλευμα) και διώκονται εξαιτίας των συντροφικών τους σχέσεων και της μακροχρόνιας αναρχικής τους δράσης. Μαζί τους δικάζονται, επίσης, η Μαρί Μπεραχά σύντροφος του Κώστα Γουρνά και ο καταζητούμενος Κώστας Κάτσενος. […]
Πορεία αλληλεγγύης την 1η Οκτώβρη, 12:00 μμ στην πλατεία Συντάγματος.
[…]Βρισκόμαστε πλέον σε μια περίοδο βαθιών κοινωνικών αναδιατάξεων με τη διαρκή εκβιαστική επίκληση της κρίσης και της χρεοκοπίας, μιας καθολικής και σκληρής επίθεσης σε ολόκληρο το σώμα των «από κάτω» από τους κυρίαρχους. Τα ψήγματα προνοιακού κράτους που υπήρχαν και οι ψευδαισθήσεις εξατομικευμένης οικονομικής ασφάλειας τελειώνουν. Το κενό αυτό που δημιουργείται στους μηχανισμούς κοινωνικής ειρήνευσης και συναίνεσης, έρχεται να καλύψει η καταστολή. Την «ανασύνθεση» του κοινωνικού ιστού σε περίοδο κρίσης, την αναλαμβάνουν αστυνομικά μέτρα. Δεν είναι μόνο το προφανές που το επιβεβαιώνει πχ. η εντατικοποιημένη και προκλητική παρουσία διαφόρων αστυνομικών σωμάτων στο δρόμο, σε σχηματισμό και κουλτούρα στρατού κατοχής. Είναι ταυτόχρονα η αύξηση της επιτήρησης, η θωράκιση του νομικού οπλοστασίου (πχ νέος τρομονόμος, που περικλείει ως «τρομοκρατικές» διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις αντίστασης). Είναι η επίδειξη βίας και πρόκλησης φόβου όταν αντιμετωπίζονται στο δρόμο μαχητικά κοινωνικά κομμάτια (ποιος ξεχνάει τη στοχευμένη λύσσα των ΜΑΤ στις απεργιακές κινητοποιήσεις του περασμένου Ιουνίου;). Είναι η συνδρομή -σε μορφή οπισθοφυλακής- των δυνάμεων καταστολής στα διάφορα ρατσιστικά πογκρόμ, που οργανώνουν ακροδεξιές και νεοναζιστικές συμμορίες σε βάρος μεταναστών. Είναι η ποινική μεταχείριση -με όρους έκτακτου στρατοδικείου- όσων υπερασπίζονται την μαχητική αντιπαράθεση με το καθεστώς (όπως στην πρόσφατη δίκη για τη Συνομωσία των Πυρήνων της Φωτιάς). Είναι οι βαριές ποινές και οι προφυλακίσεις ανθρώπων με καρμπόν καταθέσεις αστυνομικών (όπως πρόσφατα με τους δυο προφυλακισμένους Χρήστο Κολεντίνη και Μιχάλης Ο., που συνελήφθησαν σε χρόνο και χώρο άσχετο με τις επιθέσεις που είχαν προηγηθεί σε διμοιρίες στην περιοχή των Εξαρχείων).
Η ολοκληρωτικού τύπου συστημική μετατόπιση, η ένταξη όλο και περισσότερων κοινωνικών κομματιών στις κατασταλτικές-ποινικές στρατηγικές της ελληνικής δημοκρατίας και η εγχάραξη των κοινωνικών πρακτικών αντίστασης στο θεσμικό και κατασταλτικό πεδίο ως «αντικοινωνικών», ως «επιθέσεις μειοψηφιών» κτλ, αποτελούν μια προεικόνιση των μεθοδεύσεων, των διαθέσεων και των τακτικών των κυρίαρχων απέναντι στις παρούσες και τις επερχόμενες κοινωνικές αντιστάσεις, εκρήξεις και επιλογές σύγκρουσης με το καθεστώς. Αν κάτι δε θα χρεοκοπήσει ποτέ στη βούληση των «από πάνω» είναι να κρατήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της βίας και της διάχυσης του φόβου. Όμως και αντίστροφα, αν κάτι δε θα χρεοκοπήσει ποτέ στις γραμμές των «από κάτω» είναι τα χαρακώματα αντίστασης στην κυριαρχική επέλαση. Αυτό που απομένει είναι η διεύρυνση των συνειδητών επιλογών αμφισβήτησης και ρήξης με την πολιτική και οικονομική εξουσία, εγχώρια και υπερεθνική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχεται η δίκη των κατηγορούμενων για τον Επαναστατικό Αγώνα, την οποία το καθεστώς θα επιχειρήσει να μετατρέψει σε πεδίο επιβεβαίωσης και κατοχύρωσης των κατασταλτικών μεθοδεύσεων, των δογμάτων ασφαλείας, του νομικού πολιτισμού της αστικής δημοκρατίας. Υπόθεση, όμως, πολύ δύσκολη, όπως διαφαίνεται από την στάση των κατηγορουμένων, που σκοπεύουν να μετατρέψουν τη δικαστική αίθουσα σε πεδίο καταδίκης του ίδιου του καθεστώτος εκμετάλλευσης και υποταγής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχεται η δίκη των κατηγορούμενων για τον Επαναστατικό Αγώνα, την οποία το καθεστώς θα επιχειρήσει να μετατρέψει σε πεδίο επιβεβαίωσης και κατοχύρωσης των κατασταλτικών μεθοδεύσεων, των δογμάτων ασφαλείας, του νομικού πολιτισμού της αστικής δημοκρατίας. Υπόθεση, όμως, πολύ δύσκολη, όπως διαφαίνεται από την στάση των κατηγορουμένων, που σκοπεύουν να μετατρέψουν τη δικαστική αίθουσα σε πεδίο καταδίκης του ίδιου του καθεστώτος εκμετάλλευσης και υποταγής.
Η αλληλεγγύη στους διωκόμενους αγωνιστές είναι κομμάτι της κοινωνικής απάντησης στην κρατική επιθετικότητα και δεν αναγνωρίζει τα διλήμματα που θέτει η κυριαρχία περί νομιμότητας και παρανομίας, ενοχής και αθωότητας. Όχι μόνο γιατί τα μέσα εναντίωσης στον κόσμο της εξουσίας δε θα τα κρίνουν τα έκτακτα στρατοδικεία της ελληνικής δημοκρατίας αλλά οι ζωντανοί ριζοσπαστικοί κοινωνικοί αγώνες. Όχι μόνο γιατί αναγνωρίζουμε πως η δράση του Επαναστατικού Αγώνα είχε συγκεκριμένο προσανατολισμό και στόχευση: στόχευε τον κόσμο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και του πολιτισμού της εξουσίας. Αλλά και γιατί η αλληλεγγύη ως κοινωνική αξία και πρόταγμα δεν προκύπτει ως ταύτιση ούτε «παρέχεται» μόνο στο βαθμό που ανταποκρίνεται και συμπίπτει στις κάθε φορά δικές μας αναλύσεις, μεθοδολογίες και στοχεύσεις, αλλά εκδηλώνεται ως κριτική σχέση, που οι διαφωνίες και οι διαφορετικές επιλογές αποτελούν το πεδίο αντιπαραθέσεων και ωσμώσεων, χωρίς όμως διαχωρισμούς, κατακερματισμούς και πρωτοκαθεδρίες. Η διακριτότητα και οι διαφοροποιήσεις στις επιλογές αγώνα δεν είναι το σύνορο της αλληλεγγύης αλλά το έδαφος των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών διασταύρωσης ή απόκλισης, σύγκρουσης και σύνθεσης, στην προοπτική μιας αυτοοργανωμένης, ακρατικής, αταξικής κοινωνίας, ελευθερίας, ισότητας, αλληλοβοήθειας.“