Ηλεκτρονικός “διάλογος” που διαδραματίστηκε σε έναν άλλο δικτυακό τόπο, στο (προσωπικό) blog “πορτατίφ”. Οι λόγοι της ανάρτησης εδώ προκύπτουν με την ανάγνωση…
ΤΑΞΙΔΙ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ (2/2/2010)
Νομίζω πως πρέπει να έχουν περάσει γύρω στα 9 χρόνια από τότε που μου γεννήθηκε η απλή επιθυμία να φωτογραφίσω ένα συγκεκριμένο σημείο κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Μέσα στο διάστημα αυτό στη ζωή μου συνέβησαν πολλά διότι πολύ απλά έτσι ΕΠΡΕΠΕ να συμβούν και γι’ αυτό ακριβώς κατά βάθος δε συνέβη τίποτα.
Απ’ το σημείο αυτό περνούσα συχνά και κάθε φορά έλεγα να θυμηθώ όταν ξαναπεράσω να βαστώ οπωσδήποτε μαζί μου τη φωτογραφική -αλλά ποτέ δεν έγινε. Εδώ που τα λέμε, δε φημίζομαι και για τη συνέπεια μου. Για την ακρίβεια, την αστείρευτη αναβλητικότητα μου την ερμηνεύω ως μία έμφυτη παραίτηση διαρκείας από τη ζωή, τουλάχιστον μέχρι τη διοργάνωση της επόμενης πορείας στο κέντρο. Συγνώμη αν στεναχωρώ κάποιους.
Ίσως όμως καθυστερούσα τη φωτογραφία και σκόπιμα. Τώρα που το σκέφτομαι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που καθυστερώ να διαβάσω ένα αγαπημένο βιβλίο ή να συναντήσω ένα παλιό φίλο. Περίεργο, αλλά νιώθω πως όσο δε διαβάζω το αγαπημένο βιβλίο ή δε συναντώ το παλιό φίλο τόσο περισσότερο κουράγιο κι αφορμή βρίσκω για να συνεχίσω να υπάρχω μέσα στο ζόφο μου. Έχω ας πούμε κάτι να περιμένω, και το πιστεύω: η λεπτομέρεια της ευχαρίστησης βαστάει τους ανθρώπους στη ζωή:
Να ελπίζεις πως ίσως κάποτε θα θυμηθείς
να φωτογραφίσεις κάτι που επιθυμείς.
Πόσο αόριστη ακούγεται η πρόταση για να καταφέρει να συμπυκνώσει μια ολόκληρη ζήση;
και ένα από τα σχόλια στην καταχώρηση (12/2/2010):
[…] σήμερα που είδα αυτή σου την καταχώρηση και την φωτογραφία και παρακολουθώντας τα σχόλια που τη συνοδεύουν διαπίστωσα ότι μάλλον κανείς/καμία δεν έχει υπόψη του/της μια πιο παλιά ιστορία αυτής της γέφυρας… κάπου εκεί στο μεσοπόλεμο, λίγο μετά που σε όλη την ακτογραμμή από το λιμάνι του Πειραιά και τον μώλο της Δραπετσώνας μέχρι το Ικόνιο ο Σαρωνικός ξέβραζε χιλιάδες μικρασιατών προσφύγων.
Οι ιστορίες που μας εξιστόρησαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας, η επίσημη -δεξιά και σοσιαλίζουσα- ιστοριογραφία και οι αριστερές προσεγγίσεις για την ιστορία των περιοχών όλες αποσιωπούν (ενσυνείδητα κατά τη γνώμη μου) την τραγικότητα της συγκεκριμένης γέφυρας. Θέλεις να είναι το “ένοχο μυστικό του χωριού” και η κρυψίνοια που το περιβάλει; Θέλεις να είναι η βαθιά ριζωμένη πατριαρχία και ο κοινωνικός συντηρητισμός που καλλιεργεί; Θέλεις να είναι η προκρούστεια “ταξική ματιά” της ιστορίας; Μάλλον λίγο απ’ όλα. Πάντως ένα πέπλο σιωπής καλύπτει το δράμα δεκάδων γυναικών που έχουν πηδήξει από τη συγκεκριμένη γέφυρα αγκαλιάζοντας το κενό και αφήνοντας τον τελευταίο τους λυγμό στις ράγες. Νεαρές προσφυγοπούλες, στιγματισμένες και δακτυλοδεικτούμενες μέσα στις φτωχογειτονιές γιατί η ανέχεια κι η απόγνωση τις είχε εξωθήσει να εκδίδονται στη γνωστή Τρούμπα του Πειραιά. Κι όμως ούτε μια αράδα γι’ αυτές. Γιατί; Μα γιατί ήταν οι μιαρές, οι πουτάνες. Αντιθέτως, πολλές αράδες και πολλά τραγουδάκια έχουν γραφτεί για τα κουτσαβάκια, τους μάγκες και τους μόρτες (που για να λέμε την αλήθεια τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς ήταν ολίγον -ή εντελώς- νταβατζήδες, πρεζέμποροι και ρουφιάνοι της αστυνομίας -βασικός λόγος που απεχθάνομαι τα περισσότερα ρεμπέτικα με την ατμόσφαιρα που αποπνέουν).
Μια βαθιά υπόκλιση σε όλα αυτά τα κορίτσια -όχι μόνο του τότε μα και του σήμερα- που με τίμημα τη ζωή τους ξεπληρώνουν την ασχήμια αυτής της κοινωνίας. Επίλογος… καληνύχτα.