Ξέρεις πως είναι να έχεις προορισμούς και χάρτες, να αναζητάς οχήματα και συνοδοιπόρους;
Ξέρεις πως είναι να πλαγιάζεις τα βράδια με τον άνθρωπο σου και με ένα φόβο πως αύριο μπορεί να ναι αιχμάλωτος;
Ξέρεις πως είναι να δημιουργείς αποδομώντας, ένα κόσμο διάκοσμο μακριά από στερήσεις και πλαίσια;
Ξέρεις πως είναι να σε σφιχταγκαλιάζουν, τόσο δυνατά μα και τόσο τρυφερά, άνθρωποι μοναδικοί ισότιμοι γνωστοί και άγνωστοι, αλληλέγγυοι και αγωνιστές, που σε κάνει να είσαι πεπεισμένος πως κανένα άρπαγο χέρι δεν πρόκειται να σε αποσπάσει;
Ξέρεις τι είναι και πως είναι ο πόνος;
Και τελικά άραγε, ξέρεις τι είναι ο έρωτας, όταν περιπλέκεται, με τον δρόμο;
Είναι αυτά, και άλλα πολλά που πάντα, θα σου διαφεύγουν ως καισάρεια αλαζόνεια ύπαρξη. Που το μόνο που επιδιώκεις, είναι να χαΐδολογείς την αυτοκρατορική σου μεγαλομανία, επιλέγοντας τους υποψήφιους σου κινδύνους μέρα την ημέρα ούτως ώστε να ικανοποιείται το κενό του τίποτα σου, η παθολογία της ανυπαρξίας σου.
Ναι σε σένα μιλώ
εσένα που η σπασμένη σου φωνή
πρόδωσε εξ αρχής το παραλήρημα απ’ τα εντός σου.
Ναι ανθρωπάκο, γνωρίζοντας
πως μέσα απ’ τους δικούς σου πραίτορες προδόθηκες.
Τρέξε τώρα, τρέξε στους αυλικούς σου
τώρα που σε πήρε και το παράπονο για το “ενδεχομένως λάθος”.
Ναι, σε σένα μιλώ
την έπαρση του κοπανιστού αέρα
το φαντασμένο “κωλόφαρδο” γιουσουφάκι απ’ το παρελθόν.
Και ξέρεις τι εννοώ.
Ένας απελεύθερος
απ’ τα πειραιώτικα
που άμα λάχει
σου τα λέει και αλλιώτικα.