Τον αδερφό μου τον σκότωσαν στην αστυνομία
Τον βρήκα στο σπίτι τους στη Νίκαια. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά, σε ένα μικρό δωματιάκι, ούτε τρία επί τρία, μαζεμένοι πολλοί συμπατριώτες του. Συγχωριανοί και άγνωστοι. Όλοι θρηνούσαν. Εκείνο το δωμάτιο – τάφος, όπου είδε τον αδελφό του νεκρό. Ο ίδιος είναι μόλις 18 χρόνων. Έκανε για να έρθει από το Πακιστάν 35 ημέρες. Πότε με τα πόδια και πότε με αυτοκίνητα. Μόνο με τα πόδια ταξίδεψε δεκαπέντε μέρες. Ήθελε να φύγει μακριά από τα βάσανα και τις κακουχίες. Δέκα αδέλφια είναι εκεί, στο μακρινό του χωριό, και δύσκολα μπορούσε να ζήσει. Ο αδελφός είχε φύγει πριν πεντέμισι χρόνια.
«Ούτε καν τον γνώρισα όταν τον πρωτοείδα. Τον είχα πεθυμήσει πολύ! Ήταν το είδωλό μου. Και τον είδα να τον σακατεύουν μπροστά στα μάτια μου. Εκείνο το βράδυ ο Μοχάμεντ είχε κουραστεί πολύ. Μαζί είχαμε πάει στην οικοδομή. Εμείς θέλαμε να μείνουμε κι άλλο το βράδυ. Μιλούσαμε και γελούσαμε. Εκείνος ήθελε να κοιμηθεί. Ξάπλωσε κατά τις δώδεκα η ώρα και αμέσως έκλεισαν τα μάτια του.
Εκεί, κοντά στη μία και μισή, ενώ είχαμε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη για να φύγει ο καπνός, σταμάτησαν με θόρυβο αυτοκίνητα. Με κουκούλες και κράνη μπήκαν μέσα αρκετοί άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνω ελληνικά για να ξέρω τι είπαν. Μετά έμαθα πως ζητούσαν εκείνον. Χωρίς να μιλήσουν, έσβησαν το φως μας και άρχισαν να μας χτυπούν αδιάκριτα. Με κλωτσιές και μπουνιές. Ο αδελφός μου ξύπνησε μέσα σε εφιάλτη. Κανένας μας δεν ήξερε τι είχε γίνει.
Αφού άναψαν το φως, ρώτησαν ποιος από μας έχει ένα κομμένο δάχτυλο. Δάχτυλο κομμένο είχε ο αδελφός μου, που είχε ένα ατύχημα στη δουλειά του. Αφού τους είπε πως είναι εκείνος, τον έριξαν κάτω με κλωτσιές και μπουνιές, τον γύρισαν μπρούμυτα και του έβαλαν χειροπέδες. Από το πόδι τον τράβηξαν μέχρι έξω στο αυτοκίνητο. Το κεφάλι του χτύπησε αρκετές φορές στο τσιμέντο και στις σκάλες. Ένας από αυτούς γύρισε, μας διέταξε να κατεβάσουμε τα κεφάλια μας και μας είπε να μην βλέπουμε, αλλά και να μην πούμε τίποτα.
…Δεν κοιμηθήκαμε το βράδυ. Ούτε την επομένη, ούτε όμως και την μεθεπομένη μπορούσαμε. Δεν ξέραμε καν πού τον έχουν τον αδελφό μου.
Τον κράτησαν τέσσερις μέρες στο κρατητήριο κι εκεί τον βασάνισαν φρικτά. Ο ίδιος μάς είπε ότι τον κρατούσαν δεμένο πισθάγκωνα όλες τις ημέρες. Τον κρατούσαν κρεμασμένο με τα χέρια πίσω. Του έκαναν ηλεκτροσόκ και αυτό εύκολα μπορούσε να το δει ο καθένας. Τα χέρια του και τα πόδια του είχαν όλα τα σημάδια της φρίκης των βασανιστηρίων. Τον είδε κι ένας συμπατριώτης μας με τα μάτια του».
Εκεί παρεμβαίνει ο Πακιστανός που έχει δει τον Μοχάμεντ στο τμήμα: “Τον είδα με τα μάτια μου. Μια μέρα που τον σέρνανε σχεδόν από τους ώμους και εκείνος απλά ακουμπούσε τα πόδια στο έδαφος. Ήταν ένα κουρέλι, δεν έμοιαζε με άνθρωπο. Με είχαν στο απέναντι κρατητήριο. Τον ρωτούσαν για κάποιον άλλον κι εκείνος δεν απαντούσε. Μάλλον, έτσι όπως τον είδα, δεν μπορούσε κιόλας. Τον είχαν καθισμένο σε μια καρέκλα και το κεφάλι του έγερνε από την άλλη. Απλά ανέπνεε. Δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν μαζί του και τον πήραν, σχεδόν σερνόμενο, και τον έβαλαν στο κελί του”.
Συνεχίζει ο αδελφός του: “Στο δικαστήριο που τον πήγαν μετά από τέσσερις ημέρες, ο συμπατριώτης μας, που υποτίθεται ότι τον είχε κατηγορήσει, αναίρεσε. Δεν γνώρισε στο πρόσωπό του αυτόν που κατηγορούσε. Και τότε τον άφησαν ελεύθερο. Του έδωσαν ένα χαρτί που έγραφε ότι σε ένα μήνα πρέπει να φύγει από την Ελλάδα. Γύρισε στο σπίτι, αλλά δεν ήταν πια ο ίδιος. Ένα παιδί εικοσιπέντε ετών που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Δεν πήγε στη δουλειά του πια… Φοβηθήκαμε πολύ, αλλά μας έδινε κουράγιο. Θα φύγει, έλεγε, ο πόνος από το ηλεκτροσόκ και θα γίνω καλά. Με αυτή την ελπίδα μέναμε κι εμείς. Μα βλέπαμε ότι δεν γινόταν καλά. Στο νοσοκομείο δεν μπορούσαμε να τον πάμε, από φόβο. Δεν είχαμε κανένας μας χαρτιά. Μετά δεν ξέραμε αν θα τον έπιαναν και εκεί. Και έτσι, μέρα με τη μέρα, χειροτέρευε η κατάστασή του. Μέχρι που, μια μέρα, κοιμήθηκε το βράδυ αργά και όταν πήγαμε να τον ξυπνήσουμε είχε παγώσει… Ήταν νεκρός. Και μαζί του πέθανα κι εγώ. Έσβησε το φως μου. Έφυγε, όχι απλά ο αδελφός μου, αλλά ο προστάτης μου…
Και πώς να το πούμε στη μάνα μας αυτό το μαντάτο; Η ίδια ήταν στο νοσοκομείο εκείνες τις ημέρες. Στην αρχή της είπαμε ότι είναι άρρωστος. Και μετά από τρεις – τέσσερις μέρες, από συμπατριώτες μας που ζουν εδώ κοντά μας, έμαθε και την αλήθεια. Ήρθε από την Γερμανία ένας θείος μας και πλήρωσε τα έξοδα για τη μεταφορά της σορού του στην πατρίδα. Εμείς δεν είχαμε λεφτά.
Δεν θέλω τίποτα από ‘δώ και στο εξής. Ούτε και έχω μίσος μέσα μου. Έτσι το είχε γράψει ο Θεός (!), να φύγει νωρίς. Μα δεν θέλω να λένε ότι πέθανε από μόνος του. Τον σκότωσαν τον αδελφό μου. Τον είδα με τα μάτια μου που τον έσυραν σαν σφαγμένο ζώο. Μου είπε ο ίδιος ότι τον βασάνισαν σαν τρομοκράτη. Χωρίς να έχει κάνει τίποτα. Απολύτως τίποτα. Η συμπαράσταση από τους Έλληνες είναι κάτι που δεν περίμενα. Ένα ‘ευχαριστώ’ από τα βάθη της καρδιάς μου. Την δέχομαι ως φάρμακο για την πληγή που μου άφησε ο αδελφός μου. Βλέπω ότι δεν είμαι μόνος”.
Λάβαμε ως σχόλιο στην προηγούμενη καταχώρηση του μπλογκ μας το λινκ του συγκεκριμένου άρθρου από την Κυριακάτικη Αυγή 25/10 και το αναδημοσιεύουμε (http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=500168).