Δευτέρα βράδυ, 12 Οκτώβρη, στα Σεπόλια. Σε μουσικό στούντιο μαζί με συντρόφους-φίλους παίζουμε μουσική, κάνουμε πρόβα. Το στούντιο σε όροφο, στον 4ο όροφο. Ενώ παίζουμε το βλέμμα μου φεύγει έξω από ένα μικρό παράθυρο που έχει το δωμάτιο του στούντιο. Στον Κηφισό τα αμάξια τρέχουν δαιμονισμένα κάτω από τα δυνατά φώτα του αυτοκινητόδρομου, ανάμεσα σε ταμπλό διαφημιστικών γιγαντοαφισών. Μια σειρά τρένα στοιχισμένα το ένα δίπλα και πίσω από το άλλο στον τερματικό σταθμό του ΗΣΑΠ στην περιοχή. Στα παράθυρα των πολυκατοικιών τρεμοπαίζουν οι αντανακλάσεις από τις τηλεοράσεις. Όλα στη θέση τους τακτοποιημένα σε μια χυδαία και δολοφονική κανονικότητα.
Οι μελαγχολικές νότες του κομματιού που παίζουμε γίνονται ακόμα μελαγχολικότερες. Και ξάφνου μπρος μου για δέκατα του δευτερολέπτου μια αναπαράσταση, το υπόλοιπο μισό αυτής της θλίψης, αυτής της φρίκης. Βλέπω 15 μπάτσους -με επικεφαλής τον αρχιασφαλίτη (γνωστό ακροδεξιό και σερίφη στις περιοχές) του τμήματος Νίκαιας Γιοβανίδη- να εισβάλουν μανιασμένοι στο χαμόσπιτο των μεταναστών από το Πακιστάν στην Ηλιουπόλεως. Τους ακούω να αλυχτάνε, να βρίζουν και να χτυπούν. Από μέσα ουρλιαχτά. Βλέπω να σέρνουν από τα πόδια κάποιον έξω από το σπίτι ημιλιπόθυμο. Το κεφάλι του αναπηδά στα 3 σκαλοπάτια της εισόδου.
Δέκατα δευτερολέπτου κρατάει η σκηνή. Επανέρχομαι χαμένος. Ο εγκέφαλος μου επιχειρεί ενσυνείδητα πλέον να αναπαραστήσει το υπόλοιπο του δράματος. Αδυνατώ. Αδυνατώ να φανταστώ το δέσιμο χειροπόδαρα και το κρέμασμα. Αδυνατώ να φανταστώ τα καλώδια στα χέρια και τα πόδια, το ηλεκτροσόκ. Ίσως γιατί δεν μπορεί -και δεν μπόρεσε ποτέ- να χωρέσει ο νους μου τόση κτηνωδία. Ίσως γιατί δεν έχω βιωματικά αντίστοιχες παραστάσεις.
Άλλη μια νότα και το κομμάτι τελειώνει. Καταπονημένος και χαμένος γυρνάω να κοιτάξω τους άλλους με ένα βλέμμα κενό που είναι σα να ζητάει στήριγμα. Όμως που να στηριχθεί. Αυτό που μου σφηνώνεται είναι το όνομα σου: Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ.
Λίγο αργότερα η πρόβα τελειώνει. Παίρνω τη μηχανή και περνάω από την Ηλιουπόλεως. Στο σπίτι υπάρχει φως. Στο κατώφλι 3 μετανάστες συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ντρέπομαι τόσο αργά που είναι να σταματήσω. Ανεβαίνω προς το κηποθέατρο και περνάω ένα στενό κάτω από το τμήμα Νίκαιας. Βασανιστές. Φονιάδες. Μέσα μου επαναλαμβάνεται διαρκώς ένα όνομα: Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ. Μέχρι την ώρα που πάω για ύπνο. Με συνοδεύεις κι εκεί. Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ, όχι απλά άλλος ένας μετανάστης. Για εμάς δεν είσαι στατιστικό μέγεθος θανάτου, καθεστωτικό ή «αγωνιστικό». Κι ας μην γνωριστήκαμε. Και θα το λέμε, όπως μάθαμε και λέμε Αλέξης, Αλέξης Γρηγορόπουλος. Ραντεβού το Σάββατο στις 12, στο περιβολάκι στη Νίκαια…
ένας σύντροφος από το ΡΕΣΑΛΤΟ